Αμυντική Συμφωνία: Η Ελλάδα έδωσε πολλά, πήρε λίγα, αλλά "αγόρασε" προοπτική

Δημοσιεύθηκε: 06/10/2019 19:34 Τελευταία Ενημέρωση: 06/10/2019 19:34 Από: Tachydromos

Σταύρος Λυγερός

Τα όσα είπε ο Πομπέο τόσο για τις παράνομες τουρκικές γεωτρήσεις όσο και για τις τουρκικές διεκδικήσεις ελληνικών νησίδων στο Αιγαίο ήταν ένα είδος ανταλλάγματος για την υπογραφείσα Αμυντική Συμφωνία. Οι δηλώσεις του είναι αναμφιβόλως ό,τι πιο προωθημένο έχει ειπωθεί από την Ουάσιγκτον. Προσοχή, ωστόσο. Αυτό το προωθημένο έχει περιορισμένο πρακτικό αντίκρυσμα.

Μπορεί ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών να χρησιμοποίησε διφορούμενη γλώσσα, αλλά είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να απειλήσουν με χρήση στρατιωτικών μέσων για να αποτρέψουν τους Τούρκους και στο ένα και στο άλλο μέτωπο. Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά μέσα. Για να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα, λοιπόν, ο Πομπέο είπε με τον δικό του τρόπο ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν διπλωματικά εργαλεία για να στηρίξουν την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα.

Δεν ξεκαθάρισε, μάλιστα, ούτε πόσο μακριά είναι διατεθειμένες να φθάσουν, έστω και στο διπλωματικό επίπεδο. Εάν, δηλαδή, είναι αποφασισμένες να υπερβούν τη ρητορική καταδίκη και να λάβουν έμπρακτα μη στρατιωτικά μέτρα, όπως π.χ. η επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Η εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι προς το παρόν τουλάχιστον οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να φθάσει μέχρι εκεί.

Δεν το έπραξαν για το πολύ πιο κρίσιμο γι' αυτές ζήτημα των S-400. Δεν θα το κάνουν ούτε για την κυπριακή ΑΟΖ, ούτε για το Αιγαίο. Πολύ περισσότερο που αυτή την περίοδο, το καυτό ζήτημα στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας είναι η απειλή των Τούρκων ότι θα εισβάλουν στη βορειοανατολική Συρία για να συντρίψουν τους Κούρδους μαχητές του YPG.

Προφανώς, οι ΗΠΑ θα κάνουν ό,τι περνάει από τα χέρια τους για να αποτρέψουν την τουρκική εισβολή, πιέζοντας, αλλά και προσφέροντας ανταλλάγματα. Εάν, όμως, τελικώς πραγματοποιηθεί η τουρκική εισβολή, οι Αμερικανοί θα βρεθούν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Εάν αποχωρήσουν και αφήσουν τους Κούρδους απροστάτευτους στα χέρια του πολύ ισχυρότερου σε οπλικά συστήματα και σε αριθμό τουρκικού στρατού θα καταστούν αναξιόπιστοι διεθνώς και το κύρος τους ως υπερδύναμη θα καταρρακωθεί.

Η άλλη επιλογή τους είναι οι εκεί σχετικά ολιγάριθμες αμερικανικές δυνάμεις να μπουν μπροστά και να συγκρουσθούν με τον τουρκικό στρατό. Αυτό, όμως, σημαίνει ευρύτερη και οριστική ρήξη, την οποία οι ΗΠΑ --τουλάχιστον προς το παρόν-- θέλουν να αποφύγουν για να μη ρίξουν ολοσχερώς την Τουρκία στην αγκαλιά της Ρωσίας. Ακόμα ελπίζουν, άλλωστε, πως θα την επαναφέρουν στο δυτικό "μαντρί".

Οι ΗΠΑ δεν δίνουν εγγυήσεις

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η Ουάσιγκτον δεν έχει ούτε τα περιθώρια, ούτε την πρόθεση να ασκήσει όλη της την πίεση για να αποτρέψει επιθετικές ενέργειες των Τούρκων στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο. Την όποια δυνατότητα πολιτικού πειθαναγκασμού διαθέτει τη χρησιμοποιεί για να αποφύγει έναν εξευτελισμό στη βορειοανατολική Συρία, χωρίς να είναι δεδομένο πως τελικώς θα τον αποφύγει.

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να υπογραμμισθεί ότι και η κυβέρνηση Τσίπρα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχουν δώσει στην Ουάσιγκτον ό,τι σχεδόν τους έχει ζητήσει. Με την αμυντική συμφωνία, μάλιστα, που υπέγραψαν οι Δένδιας και Πομπέο, οι όποιες στρατιωτικές διευκολύνσεις επεκτάθηκαν και κυρίως προσέλαβαν θεσμική μορφή. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έδωσε τοις μετρητοίς πολλά, αλλά εισέπραξε λίγα.

Η αλήθεια είναι ότι και η προηγούμενη και η παρούσα κυβέρνηση προσπάθησαν ως βασικό αντάλλαγμα να αποσπάσουν αμερικανικές εγγυήσεις για την εθνική μας ασφάλεια, σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας. Η απάντηση που αμφότερες έλαβαν από την Ουάσιγκτον ήταν ξεκάθαρα αρνητική. Οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να δεσμευθούν ότι θα υποστηρίξουν εμπράκτως την Ελλάδα σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία.

Τη θέση τους αυτή κατέστησαν σαφή στους συνομιλητές τους και τώρα και τον περασμένο Δεκέμβριο στον πρώτο γύρο του διμερούς Στρατηγικού Διαλόγου. Εξ και ο Αποστολάκης (αρχηγός ΓΕΕΘΑ και μετέπειτα υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Τσίπρα) είχε αμέσως μετά τις συνομιλίες στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Δεκέμβριο, δηλώσει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία θα είμαστε μόνοι.

Έδωσε πολλά πήρε λίγα με την Αμυντική Συμφωνία

Όπως προανέφερα, με στατικούς όρους δούναι και λαβείν η Αθήνα έδωσε πάρα πολλά και πήρε πολύ λίγα. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει και η πολιτική δυναμική. Μπορεί η μπίλια στο μέτωπο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων να μην έχει ακόμα καθίσει, αλλά το ρήγμα είναι βαθύ και όλα δείχνουν πως είναι πολύ δύσκολο --εάν όχι απίθανο-- να γεφυρωθεί.

Το γεγονός αυτό αναβαθμίζει εκ των πραγμάτων τη σημασία της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Εάν το ρήγμα μετατραπεί σε ρήξη, οι ΗΠΑ δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αναδείξουν την Ελλάδα σε χώρα πρώτης γραμμής, για πρώτη φορά μεταπολεμικά. Το γεγονός ότι υπάρχουν τα τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος και τελευταία Ελλάδα-Κύπρος-Ιορδανία) συμβάλει και διευκολύνει αυτή την προοπτική.

Υπάρχουν, λοιπόν, οι υποδοχές για να αναπτυχθεί ένας γεωπολιτικός ρόλος για την Ελλάδα, ο οποίος θα έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ΗΠΑ όχι μόνο ευνοούν τις τριμερείς συνεργασίες, αλλά και σε ορισμένα ζητήματα συμμετέχουν κιόλας. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, άλλωστε, δεν αλλάζει ριζικά από τη μία στιγμή στην άλλη. Θυμίζει τάνκερ που για να στρίψει πρέπει να κάνει ένα μεγάλο κύκλο. Παίρνει χρόνο για να ληφθεί η απόφαση για μία τέτοιου ειδικούς βάρους στρατηγική αναθεώρηση.

Με άλλα λόγια, η Αθήνα μπορεί να μην απέσπασε αντίστοιχα ανταλλάγματα για όσα πολύ σημαντικά έδωσε, αλλά ουσιαστικά κάνει μία πολιτική επένδυση, αγοράζει γεωστρατηγική προοπτική. Η πραγματικότητα είναι ότι για την Ελλάδα αναδύεται σταδιακά μία μείζονος σημασίας ευκαιρία. Τίποτα ακόμα δεν είναι ακόμα δεδομένο κι οριστικό, αλλά από την άλλη πλευρά η προοπτική είναι απολύτως βάσιμη.

Στρατηγική σχέση δεν σημαίνει "ναι σε όλα"

Χρειάζεται, ωστόσο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα να είναι έτοιμο να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία, όταν αυτή θα είναι ώριμη, και μάλιστα κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Στην ιστορία οι ευκαιρίες δεν είναι πολλές. Δίνονται λίγες. Για να αξιοποιηθούν, όμως, χρειάζονται επεξεργασμένες --και ενταγμένες σε μία σφαιρική στρατηγική-- πρωτοβουλίες από το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες μιας χώρας.

Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επιδιώκουν να υπηρετήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και το κάνουν. Το ίδιο πρέπει να πράξει και η Αθήνα, δεδομένου ότι για πρώτη φορά υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων με τις ΗΠΑ, εξ ου και ο Στρατηγικός Διάλογος. Η Αθήνα, όμως, δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, λέγοντας απλώς "ναι" σε ό,τι της ζητούν οι Αμερικανοί. Ούτε από την άλλη πλευρά είναι η καλύτερη τακτική ένα "μπακαλίστικο" δούναι και λαβείν με την Ουάσιγκτον, το οποίο, άλλωστε, δεν έκανε.

Η Αθήνα οφείλει να επεξεργασθεί ένα ρεαλιστικό συνολικό σχέδιο για τον τρόπο που αυτή η σύγκλιση και με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ μπορεί να αποβεί εθνικά επωφελής. Να εντοπισθούν τα θέματα, στα οποία "κουμπώνουν" τα εκατέρωθεν συμφέροντα και σ' αυτά να υλοποιηθούν συγκεκριμένες αμοιβαία επωφελείς δράσεις.

Το κρίσιμο ζητούμενο για τον Ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο) είναι να αξιοποιηθεί η σύγκλιση συμφερόντων και κατ' επέκταση οι γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνεργασίες για να λειτουργήσουν σαν εγγύηση για την εθνική ασφάλεια. Ο τρόπος, όμως, που το πολιτικό μας σύστημα αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις και τον ρόλο της Ελλάδας δεν βοηθάει. Η παράδοση του κράτους-πελάτη ήταν και παραμένει ισχυρή.

Slpress.gr

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon