Παρά λίγο στην Ουνία

Δημοσιεύθηκε: 24/01/2020 09:58 Τελευταία Ενημέρωση: 27/01/2020 09:08 Από: Tachydromos

Από ένα πολύ καλό ιστορικό βιβλίο του Ιταλού Ρομπέρτο Μαρόκο ντέλα Ρόκα, «Έθνος και Θρησκείες στην Αλβανία 1920-1944» (Roberto Marozzo della Rocca, “Nazione e religion in Albania (1920-1944)), δημοσιεύουμε σε μετάφραση ένα υποκεφάλαιο του με ιδιαίτερη σημασία σε ότι αφορά τη στάση των φασιστικών ιταλικών κατοχικών αρχών στην Αλβανία έναντι της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Το βιβλίο φωτίζει αναλυτικά τόσο τη στάση των Ιταλικών αρχών και τις προσπάθειες τους ώστε να συνδέσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία με την Ουνία και το Βατικανό αλλά και την κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους της ιεραρχίας της ίδιας της Εκκλησίας.

Μας βοηθά έτσι όχι μόνο να δούμε και πάλι την πίεση που ασκείται πάνω στην Ορθόδοξη κοινότητα η οποία μόλις (1937) έχει αποκαταστήσει την επικοινωνία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και το μέγεθος της διάλυσης που είχε προκύψει απ’ τις αντιπαλότητες εθνικού και όχι μόνο χαρακτήρα απ’ την στιγμή της ανακήρυξης αλβανικού κράτους και μέχρι την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου.

Απ’ την οπτική αυτή γωνία επί το πλείστον ευκολότερα καταλαβαίνει κανείς και πόσο έτοιμη βρήκε την κατάσταση ο Ενβέρ Χότζα και το κομουνιστικό καθεστώς για το οριστικό πλήγμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη διάλυση της.

Έτσι στη συνέχεια μπορεί καλύτερα να κατανοηθεί το τιτάνιο έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου για την κανονική ανόρθωση της αλλά και τη θωράκιση ώστε να μην υπάρξουν μελλοντικά ανάλογες περιπέτειες. Δεν πρόκειται απλά για μια ιεραποστολική προσπάθεια για ανασύσταση ορισμένων ενοριών και κοινοτήτων αλλά για κατά τους ιερούς κανόνες ανασυγκρότηση μιας τοπικής Εκκλησίας. Οποιοσδήποτε επιχειρήσει την προσέγγιση της ιστορικότητας του έργου του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου θα πρέπει οπωσδήποτε να εμβαθύνει σε όλο αυτό το προηγούμενο και του κομουνισμού ιστορικό πλαίσιο.

Ακολουθεί σε μετάφραση το υποκεφάλαιο που μας ενδιαφέρει:

«…Ο αποτυχημένος ουνιατισμός των Ορθοδόξων

Με μία ενημέρωση της 16ης Αυγούστου 1939, ο Γιακομόνι ενημέρωνε το Παλάτι Κίτζι για «τη διαμόρφωση στους κόλπους της αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ενός ρεύματος όλο και πιο αποφασιστικού υπέρ του ουνιατισμού». Δεν ήταν μια «μαζική κίνηση», η οποία απ’ την άλλη μεριά, θεωρούνταν «αδύνατη» λόγω της κοινωνικής κατάστασης της Αλβανίας, αλλά μια τάσης που παρόλα αυτά ήταν σίγουρη: «…Οι Πρόεδροι έως τότε με κύρος της ίδιας της Εκκλησίας καταλαβαίνουν την νέα πολιτική κατάσταση της χώρας και την οριστική της συνεκτικότητα, αισθάνονται κατά συνέπεια την ανάγκη να προσεγγίσουν τη Ρώμη, για ν’ απελευθερώσουν τους αλβανούς ορθοδόξους από διάφορες βαλκανικές επιρροές, ειδικά αυτές την ελληνική. Αυτοί το καταλαβαίνουν ότι είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν με κάποιον άλλο τρόπο στη νέα πολιτική τάξη τα πνευματικά και υλικά συμφέροντα της ορθόδοξης Εκκλησίας…» (Γιακομόνι προς Υπουργείο Εξωτερικών, «ASMAE, Serie Afari Politici 1931-1945)

O κυβερνήτης ιδιαίτερα στέκει στις «άθλιες συνθήκες» στις οποίες βρίσκεται η ορθόδοξη αυτοκέφαλη αλβανική Εκκλησία τόσο από πνευματικής όσο και οικονομικής απόψεως. Στη συνέχεια παραθέτει αναφορικά με συζήτηση που είχε με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόφορο Κίσσι, μητροπολίτη Τιράνων και Πρόεδρο της αλβανική Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτός που απ’ το 1937 είχε επιτρέψει την επανασυμφιλίωση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης χάρη του ηθικού του κύρος. Ο Χριστόφορος δήλωσε ότι ήταν απολύτως πεπεισμένος – λέει ο Γιακομόνι- για το όφελος της ενώσεως με την Εκκλησία της Ρώμης, ένωση που οι ορθόδοξοι πληθυσμοί θα το αποδέχονταν «ασυζητητί» εάν επισήμως αποφασίζονταν απ’ την αλβανική ιερά σύνοδο. «Ο στόχος του ουνιατισμού δεν έχει δημιουργηθεί σήμερα, - έλεγε ο Κίσσι – αυτός υπήρξε πάντοτε, ωστόσο μέχρι σήμερα εξέλειπαν οι πολιτικές συνθήκες ώστε να καταστεί εφικτό» ((ως άνωθεν).

Ενόψει μιας κυριαρχίας, που εκείνη την εποχή φαίνονταν ότι θα διαρκούσε πολύ μακρά, φαινόταν ότι είχε φτάσει η πολύ λεπτή στιγμή του ουνιατισμού. Σύμφωνα με τον Χριστόφορο, ήταν μια επιλογή που είχε αρκετές φορές εξεταστεί απ’ τους αλβανούς ορθοδόξους που θέλησαν να ξεκόψουν απ’ την φαναριώτικη κι ελληνική επιρροή, αλλά οι πολιτικές συνθήκες της Ζωγκικής περιόδου τους είχαν απομακρύνει από μια τέτοια εναλλακτική που έμοιαζε πολύ φίλοϊταλικό. Τώρα πλέον η άμεση παρουσία των Ιταλών στην Αλβανία επέτρεπε ώστε να εξεταστεί η ουνιατική λύση με έναν εταίρο, το Ιταλικό Κράτος και όχι πια το Βατικανό, με έναν εταίρο δηλαδή που θα μπορούσε να δώσει υγιείς οικονομικές εγγυήσεις.

Στην ουνιατική προοπτική πολλά πρόσωπα έβλεπαν την θεμιτή διέξοδο απ’ την οργανωτική, πειθαρχική και δογματική κατάπτωση της αλβανικής ορθοδοξίας, και εκτιμούσαν ότι για μια καλύτερη κατάρτιση του κλήρου θα άξιζε να γίνει η θυσία εις βάρος της κληρονομιάς της παράδοσης. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο λόγος έμπνεε, μεταξύ άλλων, ένα πρόσωπο όπως το μητροπολίτη Χριστόφορο. Απ’ την άλλη θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι οι υλικές ανησυχίες είχαν στο σύνολο τους σημαντική βαρύτητα στον ισολογισμό μεταξύ του αυτοκεφάλου και του ουνιατισμού.

Το Σεπτέμβριο 1939 η πρόταση που έγινε στους Ιταλούς από πλευράς των ορθόδοξων αρχών γίνεται πιο επακριβής. Απ’ τα πέντε μέλη της ιεράς συνόδου τα τρία είναι υπέρ του ουνιατισμού (ήταν ακριβώς ο Χριστόφορος, ο επίσκοπος Βερατίου Αγαθάγγελος Τσάμτσε, ο μόνος εκ των ιεραρχών που διορίστηκαν το 1929 και διατήρησε το αξίωμα την στιγμή της επανασυμφιλίωσης με το Φανάρι το 1937, και ο μητροφόρος Βασίλης Μάρκου, που κατέστη απλός ιερέας το 1937, καθώς η χειροτονία του εις επίσκοπο το 1929 δεν εγκρίθηκε στις συνομιλίες με το Φανάρι). Κατά του ουνιατισμού ήταν δύο επίσκοποι της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου, με ελληνική καταγωγή, που έγιναν αποδεκτοί απ’ την αλβανική αυτοκέφαλη Εκκλησία το 1937 ώστε να ικανοποιηθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ωστόσο ο επίσκοπος Αργυροκάστρου εκείνη την περίοδο φαίνεται ότι δεν ήταν προδιατεθειμένος να αντιταθεί ανοιχτά (ήταν «αναποφάσιστος αλλά όχι απολύτως ενάντια») (Γιακομόνι προς Υπουργείο Εξωτερικών, 17 Σεπτεμβρίου 1939, στο “ASMAE, Sottosegretariato Albania”), ενώ ο επίσκοπος Κορυτσάς, πιο επίμονος στην προάσπιση του status quo της αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ήταν από μερικούς μήνες υπό μια διαδικασία κανονικότητας, διότι δεν είχε λάβει την αλβανική υπηκοότητα και είχε απομακρυνθεί απ’ την επισκοπή του. Πιο υπέρ του ουνιατισμού ήταν οι παλιοί πρωταγωνιστές του κινήματος για το αυτοκέφαλο παρά – και τούτο είναι ευνόητο – οι επιβεβλημένοι απ’ το Φανάρι επίσκοποι το 1937.

Την περίοδο αυτή ο Χριστόφορος Κίσσι δηλώνει ότι είναι «σχεδόν» έτοιμος να καλέσει την ιερά σύνοδο για να ανακοινώσει την ένωση με την Καθολική Εκκλησία.

«…Αυτός θεωρεί- είναι πάντοτε ο Γιακομόνι που ενημερώνει τους προϊσταμένους του στη Ρώμη- ότι δεν θα συναντούσε σε δυσκολίες και ούτε στην αντίθεση. Αυτός σκέφτεται ότι παρ’ όλα αυτά είναι απαραίτητο ώστε η ανακοίνωση του ουνιατισμού να συνοδευτεί με μία δήλωση περί της μελλοντικής οργάνωσης της Εκκλησίας, ώστε να πείσει τον κλήρο ότι απ’ τον καινούργιο διακανονισμό θα υπάρξει μεγαλύτερη υλική ευημερία, πέραν αυτής της ηθικής. Τούτο θα επέφερε ώστε ο σεβασμιώτατος Κίσσι να ήταν υποχρεωμένος να έπαιρνε και οικονομικές δεσμεύσεις, τις οποίες παρ’ όλα αυτά αυτός δεν δύνατω να λάβει εάν εκ των προτέρων δεν ήταν σίγουρος για την υποστήριξη μας. Οι δεσμεύσεις αυτές θα έφταναν, περίπου, 450 000 αλβανικά φράγκα ετησίως…» ( ως άνωθεν).

Το αίτημα του μητροπολίτη κρίθηκε στη Ρώμη πολύ υψηλό για τις δυνατότητες της Ιταλίας. Σε ιταλικό νόμισμα αυτό ανταποκρίνονταν σε 2 812 500 λιρέτες. Λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες επιχορηγήσεις για τον καθολικό κλήρο, για το έτος 1939, έφταναν περί τις 650 000 λιρέτες, εκτιμούνταν ότι στους ορθοδόξους αφού μεταπηδούσαν στον καθολικισμό, δεν θα μπορούσε να δοθούν πλέον των 850 000 λιρέτες. Τούτο το τελευταίο ποσό στην πραγματικότητα ήταν κάτι τι ψηλότερο απ’ τις επιχορηγήσεις που ο ορθόδοξος κλήρος λάμβανε και προηγουμένως απ’ τους Ιταλούς.

Οι άλλοι δισταγμοί δημιουργήθηκαν στη Ρώμη λόγω αντιδράσεων, αναμφίβολα μη ευνοϊκών, που θα προέκυπταν στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, εάν ξεκινούσε η διαδικασία της ενώσεως με τη Ρώμη της αλβανικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Εκείνο όμως που έκανε ώστε η υπόθεση να αφεθεί παράμερα εν αναμονή πιο κατάλληλων καιρών ήταν στο τέλος – τέλος η απόρριψη της Αγίας Έδρας.

Στο Βατικανό, περί το 1939-1940, δεν υπήρχε ενότητα άποψης για τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί έναντι των αλβανών ορθοδόξων. Η ίδια η Σύνοδος της Ανατολής ήταν διαμοιρασμένη μεταξύ εκείνων που, «ανήσυχοι απ’ το πολύ χαμηλό επίπεδο του αλβανικού Κλήρου (των ορθοδόξων), τόσο για την αμάθεια τους όσο και για τα ηθικά χαλινάρια ενίοτε πολύ ελεύθερα, θα ήθελαν να «ενεργηθεί στην ένωση των αλβανών κατά τρόπο σταδιακό, με μικρούς κρίκους, χέρι – χέρι ώστε η Σύνοδος της ανατολής να μπορούσε να εξασφαλίσει «στελέχη» του κλήρου (Πινιάτι προς Υπουργείο Εξωτερικών, 17 Οκτωβρίου 1939 στο ASMAE), και των υπολοίπων οι οποίοι, παρόλα αυτά, ήταν για μια άμεση ένωση με τη Ρώμη ολοκλήρου της αλβανικής ορθόδοξης Εκκλησίας. Μεταξύ αυτών που συμμερίζονταν της δεύτερη τάση ήταν ο καρδινάλιος Τίσεραν, γραμματέας της Συνόδου, κατά τον οποίο, αφού θα επιτυγχάνονταν η διάλυση, θα μπορούσε να «εργαστεί κανείς με τρόπο πιο αποδοτικό για την κατάρτιση του αλβανικού κλήρου, ιδρύοντας σεμινάρια, θέτοντας τον υπό μια πιο αυστηρή πειθαρχία»: «εάν στην αρχή θα χρειαστεί να κλείσει κανείς τα μάτια έναντι των πολλών και βαρέων παραβάσεων, αργότερα η η μεγαλύτερη ελευθερία δράσης που θα έχει η Αγία Έδρα αφού έχει συντελεστεί η ένωση, μπορεί να επιτρέψει προόδους πιο γρήγορους και αποδοτικούς» (ως άνωθεν). Ο Γιακομόνι, απέναντι στην αναποφασιστικότητα της Αγίας Έδρας, για να μάθει περισσότερα, θα μιλούσε για το πρόβλημα αυτό απευθείας στον Πάπα, σε μια ακρόαση στις αρχές του 1940, βγαίνοντας από κει με την εντύπωση ότι ο Πιο ΧΙΙ, ήταν «υπέρ του ουνιατισμού» ). Αργότερα όμως η Γραμματεία του Κράτους του Βατικανού, στο πρόσωπο του Καρδιναλίου Μαλιόνε, θα εκδηλώνονταν «ανοικτά κατά της απορρόφησης της αλβανικής ορθόδοξης κοινότητας απ’ την Εκκλησία της Ρώμης, ίσως με την ιδέα ότι η πνευματική ετοιμασία για το Μεγάλο Γεγονός δεν ήταν πλήρη», ο Μαλιόνε άφησε να εννοηθεί στους Ιταλούς διπλωμάτες ότι προς το παρόν προτιμούσε ώστε οι Ιταλοί διπλωμάτες να μην αναμιγνύονταν σ’ αυτή την υπόθεση. (ως άνωθεν)

Αφού δεν δόθηκε η ευαρέσκεια απ’ το Βατικανό για τούτη την επιχείρηση, οι Ιταλοί φρέναραν τον μητροπολίτη Τιράνων στο δρόμο που είχε ξεκινήσει. Παρόλα αυτά συνέχισαν να ενεργούν κατά τρόπο τέτοιο ώστε η ελληνική επιρροή στην αλβανική ορθοδοξία να είναι όσο πιο περιορισμένη. Η πράξη αυτή υπονοούσε την ενίσχυση της ουνιατικής προοπτικής. Το Φλεβάρη 1940 η Σύνοδος της αυτοκεφάλου Εκκλησίας απαλλάσσει και τυπικά τον φιλέλληνα επίσκοπο της Κορυτσάς, ο οποίος, περισσότερο από κάθε άλλο, αντιτίθονταν στην ένωση με τη Ρώμη. Ταυτοχρόνως η Σύνοδος διαπιστώνει τη σχετική οικονομική άνθιση της αυτοκεφάλου εκκλησίας μετά την περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση Ζώγκου καθυστερούσε την καταβολή των υποσχόμενων επιχορηγήσεων: επαινείται το ζήλος του νέου καθεστώτος στην εκπλήρωση των «καθηκόντων» έναντι των θρησκευμάτων, έτσι που οι ορθόδοξοι επίσκοποι και οι διαχειριστές τους, μπορούσαν, με ικανοποίηση, να λαμβάνουν και να διανέμουν ποσά αρκετά πιο σημαντικά απ’ ότι στο παρελθόν. (“ Le riunione generali dell’ XI-a sessione del Santo Sinodo, del Consiglio misto e del Consiglio economic permanente, 26 Φλεβάρη 1940, έκθεση του Χριστόφορου Κίσσι, στο «ASMAE, Sottosegretariato Albania”).

Ωστόσο η Αγία Έδρα φαίνεται ότι έχει ένα σχέδιο δικό της σχέδιο της αύξησης του αριθμού των πιστών, ο οποίος, για το πολύ άμεσο μέλλον, εξαιρεί μορφές ένωσης με οργανωμένες Εκκλησίες: στις αρχές του 1940 ιδρύεται για τη Νότια Αλβανία μια αποστολική διοίκηση για τη Νότια Αλβανία που την εμπιστεύονται σε αποστολικό απεσταλμένο, τον Νίγρις. Τούτος στις συναντήσεις με το Γιακομόνι επαναλάμβανε συνεχώς ότι «μόνο μια σταδιακή αφομοίωση των ορθόδοξων μαζών απ’ τον καθολικισμό θα επέτρεπε τη μελλοντική ένωση της αυτοκεφάλου Εκκλησίας τους με τη Ρώμη, πράγμα το οποίο στην ουσία ήθελε σημάνει ότι η αυτοκέφαλος Εκκλησία θα μπορούσε να απαιτούσε την ένωση με τη Ρώμη μόνο όταν καταντούσε άδεια από πιστούς και χωρίς τίποτε.

Οι βασιλειανοί μοναχοί που εντάσσονται στην αδελφότητα της Γκρόταφεράτα (Κρυτοφέρη), καθολικοί του ανατολικού ρυθμού, η πλειοψηφία αρμπερέσιδες, το 1938 είχαν εγκαινιάσει την πρώτη τους αποστολή στη Νότια Αλβανία, ακολουθώντας –έλεγαν- τα ίχνη των «προγόνων τους», τους ίταλο-αλβανούς του 16ου και 18ου αιώνα. Ο στόχος τους, κατά ατ λεγόμενα του αρχιμανδρίτη, κανονιστικού προϊσταμένου τους της αδελφότητας μη ανίκουσας στην Κρυπτοφέρη, ήταν να οδηγήσουν και πάλι τον αλβανικό λαό στη «Ρωμαϊκή Ενότητα» .( ) Μετά την ιταλική κατοχή, οι δραστηριότητα των βασιλειανών μοναχών στην Αλβανία αυξάνεται και το 1941 εκείνοι είναι παρόντες με τα κέντρα τους στο Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, την Αυλώνα, Βεράτι, Φίερι και Ελμπασάν. Ένα εμπόδιο στη δράση των μοναχών για την μεταστροφή των ορθοδόξων στον καθολοκισμό ήταν, παρόλα αυτά, η υποχρέωση να χρησιμοποιούν στην τέλεση της θείας λειτουργίας τους του ανατολικού ρυθμού η ελληνική γλώσσα ή στην λατινική, σύμβολα του οικουμενισμού. Ορισμένοι μοναχοί, ώστε να μην υστερούν την αλβανικής ορθοδόξου αυτοκεφάλου Εκκλησίας, εισήγαγαν σ’ αυτές τις γλώσσες λέξεις και προτάσεις στην αλβανική, ωστόσο η Αγία Έδρα εκτιμούσε ότι τούτο αποτελεί βαριά παραβίαση κανόνων (στην πραγματικότητα στις ίδιες τις λειτουργικές ακολουθίες των αρμπερέσιδων της Νοτίου Ιταλίας το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα θα χρησιμοποιθεί μόλις του 1968, μετά τη λειτουργική μεταρρύθμιση της Β Βατικάνιας Συνόδου). Οι βασιλειανές αποστολές δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία. Καλύτερα προχώρησε η δουλειά στη Νότια Αλβανία των άλλων καθολικών αποστολών χάρη ειδικά του συνδυασμού των πρωτοβουλιών απλά θρησκευτικών με δράσεις κοινωνικής ωφελείας όπως σχολεία, ιατρικές κλινικές ή λαϊκά συσσίτια. Το 1942, χρονιά μεγαλύτερης εξάπλωσης, στην Κορυτσά, Φίερι, Λιούσνια και άλλες επαρχίες της Νότιας Αλβανίας είχε 10 αποστολές με προσωπικό των 21 ιερέων, 7 απλοί αδελφοί μοναχοί και 67 μοναχές. Ο αριθμός των αλβανών καθολικών του ανατολικού ρυθμού παρόλα αυτά δεν ξεπερνούσε τα 400 πρόσωπα.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Νίγρις, ενώ παρότρυνε τις αποστολές στους ορθόδοξους χριστιανούς και προασπίζονταν με κάθε δυνατότητα αυτό τον τρόπο προσηλυτισμού νέων οπαδών, δεν αμελούσε και την διατήρηση όσο καλύτερων προσωπικών σχέσεων με τον Χριστόφορο Κίσσι, πηγαίνοντας συχνά για επίσκεψη και επίσης επισκεπτόμενος πολλές φορές από εκείνον. Ίσως ο Νίγρις δεν προέβλεπε προθεσμίες πολύ απώτερες για να φτάσει στην προσδοκώμενη ένωση υπό τα πρωτεία του αγίου Πέτρου, και για τούτο εργάζονταν τόσο με τις ορθόδοξες «μάζες» όσο και με τους εκπροσώπους τους.

Γενικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι ανώτερες αρχές της Ορθοδόξης Εκκλησίας πήραν πολύ στα σοβαρά σε εκτίμηση το πολιτικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε με την εισβολή της Μεγάλης Παρασκευής. Δεν έχω το λόγο τόσο πολύ για πρόσωπα διεφθαρμένα όπως ο Βησσαρίωνας, ο πρώτος πρόεδρος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ο οποίος την 8η Απριλίου υποδέχθηκε τους Ιταλούς – τους οποίους οι συμπατριώτες τους υποδέχθηκαν αρκετά ψυχρά- διοργανώνοντας αστραπιαία συλλαλητήρια στους δρόμους των Τιράνων, στα οποία ζητούσε τη συνεργασία με τον κατακτητή, ήταν ένας τρόπος να ξαναμπεί στο πολιτικο-εκκλησιαστικό παιχνίδι, όπως το εννοούσαν οι Ιταλοί, πολλοί εκ των οποίων θεωρούσαν τον Βησσαρίωνα, μόνο ως ένα καυχησιάρη άνθρωπο. Εξ άλλου από τα τέλη του 1942, ο Βησσαρίωνας, μόλις που διαμορφώθηκαν νέα πολιτικά σενάρια και αφού κατόρθωσε εκείνη τη χρονιά να διοριστεί απ’ τους Ιταλούς ως επίσκοπος Βερατίου, πέρασε απ’ το φασιστικό χαιρετισμό σε χειρονομίες με τη γροθιά σφιγμένη, και σε δηλώσεις που παρομοίωνε τον Ιησού Χριστό ως «τον πρώτο κομουνιστή».

Πιο αντιπροσωπευτικοί απ’ ότι ο Βησσαρίων ήταν τα υπόλοιπα μέλη της συνόδου, υψηλότερη ιεραρχία της ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι έλπιζαν αντικειμενικά να λάμβαναν απ’ τους Ιταλούς την ουσιαστική υποστήριξη την οποία ο Ζώγκου ποτέ δεν θέλησε να τους δώσει, και διότι ακολουθούσε μια κοσμική πολιτική που στόχευε στην απλή υποταγή των θρησκευτικών κοινοτήτων έναντι του κράτους, έστω και διότι είχε υπόψη του την υπεροχή του Ισλάμ στον αλβανικό πληθυσμό. Και για τούτο η σύνοδος ανέλαβε πρωτοβουλίες όπως η αποστολή στην Ιταλίας μιας αντιπροσωπείας που θα εκπροσωπούσε σε ένα συμβουλίου κατά κάποιο τρόπο ανώτερο συμβούλιο των καθολικών ανατολικού ρυθμού, που διεξήχθη στην Γκρόταφεράτα. Η αντιπροσωπεία στην οποία μετείχε και ένας απ’ τους τέσσερεις αλβανούς επισκόπους, ο Αγαθάγγελος Τσάμτσε, μετά τη διαμονή στην Γκροταφεράττα, πήγε στο Μόντεκασινο και στη συνέχεια στο Πρεντάπιο, ώστε να αποτίσει φόρο τιμής στους τάφους των γονέων του Μουσολίνι. (“Il primo Sinodo degli orientali di rito bozantino”, και “Dopo cinque secoli un Sinodo e un incontro”, στο “Il Giornale d’Italia”, 15 και 17 Οκτωβρίου 1940).

Φυσικά μια τέτοια επικρότηση της ιταλικής πολιτικής δεν προέρχονταν απ’ όλους τους ορθοδόξους. Η ορθόδοξη ελληνική μειονότητα αντιμετώπισε δυσμενώς τη νέα πολιτική κατάσταση, αλλά και πολλοί ορθόδοξοι που είχαν αποδεχθεί τους λόγους για τη διεκδίκηση αυτοκεφάλου, ήταν κατά της ιταλικής κατοχής. Πολύ γρήγορα ο έλληνο-ιταλικός πόλεμος προκάλεσε ταλαιπωρίες στη Νότια Αλβανία. Οι Ιταλοί άσκησαν αυστηρή καταπίεση κατά του ορθόδοξου πληθυσμού, με εξορίες και εκτελέσεις, με την κατηγορία της κατασκοπίας και σαμποτάζ υπέρ των ελλήνων, πολλοί αλβανοί και ειδικά μουσουλμάνοι, επωφελήθηκαν απ’ τις έντονες καχυποψίες των ιταλών ώστε να εγείρουν καταγγελίες εις βάρος των ορθοδόξων συμπατριωτών τους με τους οποίους είχαν παλιούς λογαριασμούς να κανονίσουν. Κατά τον δραματικό πόλεμο, εκτός τούτου, υπήρξαν ολάκερες περιοχές που ερημώθηκαν. Οι κάτοικοι του Αργυροκάστρου εκτοπίστηκαν στο Βορρά, μερικοί μέχρι τη Σκόδρα, όταν επέστρεψαν βρήκαν τα μέρη τους σχεδόν κατεστραμμένα και τις περιουσίες τους λεηλατημένες ή αρπαγμένες. Είναι κατανοητό πως μετά την φασιστική εκστρατεία κατά της Ελλάδας, πολλοί ορθόδοξοι άρχισαν να μετέχουν στο κίνημα της αντίστασης, το οποίο στη Νότιο Αλβανία συμπεριέλαβε ευρύτερα λαϊκά στρώματα…»

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon