Εντυπώσεις κατοίκων της Πρεμετής απ’ τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο…

Δημοσιεύθηκε: 28/02/2020 14:12 Τελευταία Ενημέρωση: 02/03/2020 08:32 Από: Tachydromos

Από έναν πρώην στρατιωτικό του Αλβανικού Στρατού, αναδημοσιεύουμε ορισμένες απ’ τις σημειώσεις του σε σχετικό με τη γενέτειρα του, Μπένια της Πρεμετής. Αφορούν κυρίως σε αναμνήσεις του απ’ την παιδική ηλικία, όταν και στο χωριό του διαμορφώθηκε γραμμή μετώπου μεταξύ των εμπόλεμων στρατών της κατοχικής φασιστικής Ιταλίας και της Ελλάδας.

Παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το λόγο αυτό τις φέρνουμε υπόψη του αναγνώστη. Με πολύ όμορφο τρόπο ο συγγραφέας αποτυπώνει το δέσιμο των τοπικών πληθυσμών με τους έλληνες στρατιωτικούς που έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για απελευθερωτές αλλά και την κοινή πίστη στην Ορθοδοξία.

Προφανώς ανάλογες αναμνήσεις είναι ζωντανές σε πολλές περιοχές μας αλλά το γεγονός ότι αναφέρεται στα γεγονότα αυτά ένας καθηγητής της Ανώτερης Στρατιωτικής Σχολής Τιράνων έχει τη δική του ειδική αξία…

VIKTOR N. KOLA

“BËNJA E PËRMETIT”

monografi

Botimet Enciklopedike Tiranë 2002

ΒΙΚΤΩΡ Ν. ΚΟΛΙΑ

«Η ΜΠΕΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΕΜΕΤΗΣ»

Εγκυκλοπαιδικές Εκδόσεις

Τίρανα, 2002

•Ο Βίκτωρ Ν. Κόλια, γεννήθηκε στη Μπένια στις 7/5/1926. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Σχολή της Στρατιωτικοπολιτικής Ακαδημίας της Μόσχας (1955-1960). Στη συνέχεια ανώτερος στρατιωτικός του Λαϊκού Στρατού της Αλβανίας και καθηγητής, προϊστάμενος της Έδρας Κοινωνικών Επιστημών στην Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή στα Τίρανα.

σελ. 199-210

ΚΕΦ. 9ο

Η ΜΠΕΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟΥ

ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

1.Η στάση των κατοίκων της Μπένια κατά τη ιταλική φασιστική κατοχή και έναντι του ιταλο-ελληνικού πόλεμου.

«σελ. 200 (1/2)

α) Κατά την ιταλική φασιστική κατοχή

…Έτσι, το πρωί της 7ης Απριλίου 1939, τα φασιστικά σώματα, γύρω στις 40 000 άτομα, ξεκίνησαν την απόβαση στην Αλβανία. Η δυσοίωνη αυτή είδηση έφτασε σαν αστραπή έως τη Μπένια. Ο αλβανικός στρατός, ακινητοποιημένος εξ αρχής απ’ τους Ιταλούς ειδικούς και τους υπέρ των φασιστών αξιωματικούς, διαλύθηκε χωρλις να προβάλει καμιά αντίσταση. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι αλβανοί πατριώτες, και τι προδομένοι απ’ τη κλίκα του βασιλιά Ζώγκου, έβαλαν τα στήθη τους στην φασιστική εισβολή. Έκανε μεγάλη εντύπωση και διαδόθηκε ο ηρωισμός του Μούγιο Ουλκινάκου στο Δυρράχιο, καθώς και η αντίσταση που έγινε στον κατακτητή στους Αγίους Σαράντα, Αυλώνα, Σενγκίν κ.α. Δημιουργήθηκε έτσι βαθύ αίσθημα σεβασμού σε όλους τους χωρικούς της Μπένια, όπως επίσης και μίσος για την προδοσία του Ζώγκου και την φασιστική εισβολή που γίνονταν παλλαϊκή.

Οι φασιστικές κατοχικές δυνάμεις εμφανίστηκαν στην Πρεμετή στις 19 Απριλίου 1939, και έγιναν δέκτες του μίσους των λαϊκών μαζών αλλά και της ευμένειας της κλίκας της Ζωγκικής διοίκησης. Αρχικά εγκαταστάθηκε τάγμα πεζικάριων. Αργότερα στην πόλη της Πρεμετής και στο Κουκιάρ εγκαταστάθηκε το 48ο Σύνταγμα Πεζικού «Φερράρα», ενώ κατά το 1940 η Μεραρχία «Τζούλια». Ταυτόχρονα οι φασίστες κατακτητές έλαβαν μέτρα για την αποκατάσταση της διοίκησης. Το δίκτυο της χωροφυλακής ενδυνάμωσε.

σελ. 201

Σε όλες τις περιοχές, συμπεριλαμβανομένης αυτή του Πέτρανη, δίπλα απ’ τους αλβανούς χωροφύλακες στάλθηκαν και ιταλοί καραμπινιέρο. Ωστόσο όλης αυτής της διοργάνωσης προηγούνταν προπαγανδιστική προπαρασκευή με δημαγωγικές υποσχέσεις για τα «καλά» που θα έφερνε ο φασισμός, ότι δήθεν είχαν έρθει όχι ως κατακτητές, αλλά για να προασπιστούν τα δικαιώματα της Αλβανίας, ότι ο Μουσολίνι είχε την Αλβανία «στην καρδιά του», ότι θα «θα δημιουργούσαν την εθνική Αλβανία», «θα ανέπτυσσαν την οικονομία, θα άνοιγαν θέσεις εργασίας» κλπ. στόχος, λοιπόν, όλων αυτών των μέτρων με πολιτικό και ιδεολογικό, στρατιωτικό και αστυνομικό χαρακτήρα, ήταν να μειώσουν έστω τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να ενίσχυαν τις αδύναμες θέσεις του φασιστικού καθεστώτος, καθώς και να προετοίμαζαν την επέλαση στα Βαλκάνια. Υπό τις συνθήκες, οι ευρείς μάζες των πόλεων και χωριών, που αισθάνονταν βαθιά την απώλεια της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους όχι απλώς εξαπατήθηκα, απεναντίας αύξησαν περισσότερο το μίσος και την έγερση έναντι του φασίστα κατακτητή και των συνεργατών τους.

Και οι βοήθειες σε τρόφιμα και ένδυση για τις φτωχές οικογένειες, που σκοπό είχαν να ηρεμήσουν την κατάσταση, δεν συνεχίστηκαν για πολύ και δεν έλυσαν το πρόβλημα. Η πολιτική και οικονομική κατάσταση το φθινόπωρο του 1939 και ειδικά με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο με την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1940, ειδικά στην περιοχή της Πρεμετής επιδεινώθηκε πολύ. Ανέβηκαν πέραν απ’ τα όρια οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων εισαγωγής, ανέβηκαν οι φορολογίες του κράτους για να αντιμετωπίζουν τις πολεμικές δαπάνες, μειώθηκαν τα εμβάσματα απ’ την ξενιτιά, που διασφάλιζαν την επιβίωση πολλών οικογενειών και αυξήθηκε η ανεργία. Κατά συνέπεια, την εποχή αυτή μετακινήθηκαν πολλοί απ’ το χωριό και την πόλη και εγκαταστάθηκαν ειδικά στα Τίρανα, στο Δυρράχιο, του Κουτσόβα και αλλού.

Για να προσεγγίσουν και καλοπιάσουν την νεολαία της Αλβανίας οι Ιταλοί μέρος των μαθητών των σχολείων τους προσέλκυσαν σε θερινές κατασκηνώσεις στην Ιταλία. Πήγαν και 4-5 μαθητές του δημοτικού σχολείου Μπένια – Νοβοσέλα, που έμειναν στα παράλια ης Φορλί – Ρετσιόνε, για δύο μήνες. Ανεξαρτήτως απ’ τη φιλοξενία και τις καλές συνθήκες διαμονής, οι σκοποί των φασιστών ήταν ξεκάθαροι.

σελ.203

β) Κατά τους μήνες του Ιταλο – Ελληνικού Πολέμου

Ήταν φθινόπωρο του 1940. Ο ιταλικός φασισμός εντατικοποιούσε τις ετοιμασίες για πόλεμο με την Ελλάδα. στην Πρεμετή είχαν εγκατασταθεί και συγκεντρώνονταν πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις, όπως πυροβολικό, άρματα μάχης κ.α. Τις ημέρες αυτές άρχισαν να φτάνουν στη Μπένια και πολλές πρεμετινές οικογένειες για να αποφύγουν τους κινδύνους του πολέμου. Οι ερχόμενοι διηγούνταν με μεγάλη αγωνία για τις ετοιμασίες των σωμάτων στους χώρους των στρατοπέδων και τις κινήσεις τους προς τα σύνορα με την Ελλάδα. Αυτές ήταν οι συζητήσεις των ημερών στο χωριό.

Το Σεπτέμβριο του 1940 η Ορειβατική Μεραρχία «Τζούλια» εγκαταστάθηκε μεταξύ Περάτι και Λεσκοβικίου. Τη θέση του στην Πρεμετή την έπιασε η Μεραρχία «Μπάρι», ενώ στην Κλεισούρα η Μεραρχία «Κένταυρος». Και η Ελλάδα έλαβε τα μέτρα της. Συγκέντρωσε πολλές δυνάμεις και μέσα στη μεθόριο.

Στις 28 Οκτωβρίου η φασιστική Ιταλία ανακήρυξε στην Ελλάδα και εκείνη την ημέρα, στις 6 το πρωί, τα σώματα των φασιστών πέρασαν το ελληνοαλβανικό σύνορο. Δύο μέρες αργότερα ο Μουσολίνι θα δήλωνε: «Θα τις σπάσουμε τα πλευρά της Ελλάδας». Στην πραγματικότητα όμως συνέβη το αντίθετο.

Υπό ατμοσφαιρικέ συνθήκες πολύ δυσμενείς, υπό συνεχείς θύελλες και με ποταμούς γεμάτους πέρα για πέρα τα ιταλικά σώματα έφτασαν μέχρι τον Καλαμά, αλλά εκεί μπλοκαρίστηκαν αδυνατώντας να καταλάβουν τον οχυρωμένο κόμβο του Καλπακίου., παρότι συνέχισαν τις επιθέσεις τους έως τις 5 Νοεμβρίου. Έτσι οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να φάνε το μεσημέρι στο Καλπάκι, όπως έλεγε ένα τραγούδι της εποχής:

«Που θα φάμε μεσημέρι;

Στο έρημο το Καλιμπάκι.

Που θα πάρουμε το δείπνο;

Στα Γιάννενα με τον Αλί.»

Τις ειδήσεις για τον πόλεμο τις έφερε στη Μπένια ο πρώην στρατιώτης Αναστάσιος Κόλια, ο οποίος είχε λιποτακτήσει απ’ το μέτωπο μαζί με τους συντρόφους του αλβανικού τάγματος που αρνήθηκαν να πολεμήσουν κατά του ελληνικού λαού. Επίσης εκείνες τις ημέρες ένα ελληνικό αεροπλάνο με δύο πτερύγια βομβάρδισε τα στρατόπεδα της Πρεμετής. Η φωτιά συνεχίστηκε μέρα και νύχτα, και συνοδεύονταν απ’ τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Οι φλόγες φαίνονταν ακόμη και απ’ το Γρισντοβέτσι της Νοβοσέλα. Οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες.

σελ.204

Η ιταλική νίκη των πρώτων ημερών δεν συνεχίστηκε για πολύ. Η αντίσταση του ελληνικού λαού υπήρξε δυνατά. Για τον ελληνικό στρατό ξεκίνησαν δύσκολες μέρες. Ο θόρυβος του πολέμου, των βομβαρδισμών του πυροβολικού άρχισε να ακούεται πολύ κοντά, πράγμα που μαρτυρούσε ότι οι φασιστικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να οπισθοχωρούν. Μια απ’ αυτές τι μέρες πέρασε στη Μπένια ένας λόχος στρατιωτών με τον διοικητή τους, που είχαν καταντήσεις μη χειρότερα. Κτύπησαν στην πόρτα των Κολογκέλο και ζήτησαν ψωμί. Ο Τζιτζόκου και η Όλγα νε δύο ταψιά ψωμιά στα χέρια, μοίρασαν σε όλους από ένα κομμάτι. Ήταν τόσο πεινασμένοι, που έσπρωχνε ο ένας τον άλλο για να πάρουν το κομμάτι ψωμιού. Μετά έφυγαν προς την κατεύθυνση της Νοβοσέλα.

Για να παρεμποδίσουν όσο δύναται την πρόοδο των ελλήνων και για να διασφαλίσουν την οπισθοχώρηση των δυνάμεων τους προς την Κλεισούρα, οι ιταλοί διοργάνωσαν προσωρινή γραμμή άμυνας στη δεξιά πλευρά της ροής του παραπόταμου Λιαγκαρίτσα. Η πρώτη γραμμή περνούσε στους λόφους του Μάλι ι Μπάρδε, στο Μπουαρέτσι, στην άκρη του ποταμού στην πεδιάδα της Μπένια, στους λόφους του Σεν Μερτίρι, στα υψώματα του Βινιάχου και πέρα προς το βορρά. Ενώ απέναντι στη γραμμή αυτή, στην αριστερή πλευρά της ροής της Λιαγκαρίτσα, ξεκινώντας απ’ τους λόφους πάνω απ’ το Πέτρανι, σ΄αυτούς της Γκραμπόβα και του Ογκντούνανι, στο Ιζγκάρ και στη συνέχεια στάθηκαν και πήραν θέσεις οι ελληνικές δυνάμεις. Ήταν μέρες πολύ δύσκολες, παντού ηχούσαν τα όπλα και τα πολυβόλα., οι βόμβες, χειροβομβίδες, τα κανόνια και οι όλμοι. Οι σφαίρες έπεφταν στις στέγες των σπιτιών. Η ζωή παρέλυσε εντελώς. Κάθε μέρα οι μάχες διεξάγονταν με μια θαυμαστή κανονικότητα. Άρχιζαν απ’ τις δύο πλευρές κατά τις πέντε – έξι το πρωί και τελείωναν την ίδια ώρα το βράδυ, με εξαίρεση το πυροβολικό και τα πολυβόλα που έριχναν και κατά διαστήματα της νύχτα. Το σφύριγμα των όλμων του πυροβολικού που περνούσαν πάνω απ’ τα σπίτια, ήταν μια πραγματική φρίκη. Οι άνθρωποι περίμεναν με φόβο που θα σκάσουν. Έγινε τόσο σύνηθες αυτή η πολεμική κατάσταση, όσο που εμείς τα μικρά παιδιά είχαμε φτάσει να διακρίνουμε απ’ τον ήχο ποιάς πλευράς ήταν τα πολυβόλα.

σελ. 205

Το ιταλικό πυροβολικό που είχε εγκατασταθεί στο Μάλι ι Μπάρδε έπαιρνε στη σειρά και σφυροκοπούσε (με συνηθισμένους όλμους ή τύπου Σάρπελ) τους λόφους της Γκραμπόβα και του Ογκντούνανι μέχρι πάνω στο Εικόνισμα του χωριού. Ενώ το ελληνικό πυροβολικό, που ήταν οι θέσεις του στο Λόκοβο του Λιπιβάνι, κτυπούσε τις θέσεις των ιταλών στο Μάλι ι Μπάρδε, τους λόφους της Μπένια και της Νοβοσέλα κλπ. Ένα απόγευμα, δύο – τρεις όλμοι του ελληνικού πυροβολικού έπεσαν μέσα στο χωριό. Η μία στον τοίχο πίσω απ’ την εκκλησία και η άλλη στο Ντεργκούρι στον τοίχο του Ιωσήφ Νάσκα. Αρκούσε τούτο ώστε όλο το χωριό να κλειστεί μέσα, με εξαίρεση των περιπτώσεων που αναγκάζονταν να ποτίσουν τα ζώα, όχι σπάνια και κάτω απ’ τα πυρά των όπλων.

Τα αεροπλάνα και των δύο πλευρών έσκιζαν καθημερινά τον ουρανό και από παντού περνούσαν έσπερναν την καταστροφή και το θάνατο. Ο εναέριος πόλεμος είχε γίνει συνηθισμένος, ειδικά ανάμεσα στα συνοδευτικά των βομβαρδιστικών. Μερικά μάλιστα άρπαζαν φωτιά και έπεφταν. Υπήρχαν περιπτώσεις που τα ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, για να διαφύγουν τον κίνδυνο, έριχναν τις βόμβες όπου μπορούσαν. Μια φορά τις έριξαν στο μήλο του χωριού και στο Τάϊμα του Ν. Κολιού. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Η πόλη της Πρεμετής υπέφερε ιδιαίτερα απ’ τους βομβαρδισμούς και οι ζημιές ήταν μεγάλες σε ανθρώπους και υλικά. Μια μέρα ήρθε στο χωριό ιταλική περίπολος αποτελούμενη από ένα αξιωματικό και δύο στρατιώτες. Ήταν οπλισμένη με όπλο και χειροβομβίδες στη ζώνη. Καθώς φαίνεται έλεγχαν λιποταξίες απ’ το μέτωπο. Πήγαν μέχρι στη βρύση να πιουν νερό και δροσιστούν και γύρισαν απ’ όπου είχαν έρθει. Εκείνο το βράδυ μαθεύτηκε ότι στο σπίτι του Θεόδωρου Πρίφτι είχαν φέρει ένα ιταλό στρατιωτικό βαριά τραυματισμένο στους δύο μηρούς. Ήταν ακριβώς ο αξιωματικός της περιπόλου, του οποίου είχε πέσει το χρώμα του θανάτου στο πρόσωπο.

Οι μάχες στον τομέα αυτό συνεχίστηκαν μερικές εβδομάδες, έως ότου ένα απόγευμα η συχνότητα του πυρός όλων των ειδών των όπλων, αλλιώτικα από άλλες φορές, αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Έλληνες είχαν ορμήσει εντατικά με την ιαχή τους «Αέρα μωρέ παιδιά» (σ. μ. έτσι και στο αλβανικό). Η αντιπαράθεση υπήρξε σφοδρή, έως σώμα με σώμα. Οι Ιταλοί καταστράφηκαν και άρχισαν να οπισθοχωρούν ταχύτατα στην γραμμή άμυνας. Το έβαλαν στα πόδια προς τη Μπένια, Νοβοσέλα και στους λόφους γύρω. Μέρος των ελλήνων στρατιωτών ήρθαν μέσα στο χωριό. Είχαν μαζί τους μερικούς Ιταλούς στρατιώτες αιχμάλωτους.

σελ. 206

Σταμάτησαν στο Ντεργκούρε και τραγουδώντας και κοροϊδεύοντας άρχισαν να ξυρίζουν με ξυράφι έναν πολύ νέος Ιταλό στρατιώτη, ο οποίος δεν έβγαζε μηλιά. Άλλοι πυροβολούσαν με όπλα στους λόφους ψηλά στη Μπέρτσα. Στόχευαν τους Ιταλούς που σκαρφάλωναν προς τα πάνω, και στοιχημάτιζαν ποιος θα σκόπευε καλύτερα. Το ίδιο βράδυ ένας άλλος ιταλός στρατιώτης, βαριά τραυματισμένος στο σιάδι της Πολύστρανης, συνέχιζε να φωνάζει όλη τη νύχτα, μέχρι που το πρωί δεν ακούστηκε πια. Τη μοίρα του έπαθαν και πολλοί άλλοι. Οι χωρικοί από την αγάπη τους δεν τους άφησαν άθαφτους. Στις 6 Δεκεμβρίου οι Έλληνες εισήλθαν στην Πρεμετή.

Ένα άλλος μέρος των ελλήνων, που αρχικά ήρθαν στη Μπένια, προκάλεσαν κάποιες ζημιές ειδικά στην κτηνοτροφία. Κάποια μέρα συνέβηκε το εξής περιστατικό: Ο Θεόδωρος Πρίφτι είχε καιρό που έλεγε στους χωρικούς ότι «ας έρθουν οι έλληνες, και θα σφάξω την αγελάδα μου!». Συνέβη όμως το αντίθετο. Οι έλληνες στρατιώτες τον είχαν προλάβει και ήρθαν στο χωριό με το κεφάλι της αγελάδας στα χέρια. Ο Θεόδωρος εκνευρίστηκε και διαξιφίστηκε μαζί τους βαριά, στην ελληνική, σε βαθμό μάλιστα να τον συλλάβουν. Χρειάστηκε η επέμβαση της δημογεροντίας του χωριού στον έλληνα διοικητή για να τον αφήσουν ελεύθερο. Το ίδιο έπραξε και ο Ιωσήφ Κόλια που του έφεραν τον καλύτερο του τράγο σφαγμένο, αλλά, επειδή αυτός τους τα είπε αλβανικά, οι στρατιώτες δεν τον κατάλαβαν και γλύτωσε τη σύλληψη. Ανεξαρτήτως ότι τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα που ήρθαν στην αρχή είχαν ξεμείνει από τρόφιμα, διότι η οπισθοφυλακή τους καθυστερούσε λόγω της κατάστασης των δρόμων και των γεφυριών που είχαν χαλάσει, οι συμπεριφορές μερικών εξ αυτών δεν ήταν καθόλου συνεπείς. Μάλιστα ακούγονταν ότι υπήρξαν και απ’ αυτούς που τους είχαν βγάλει απ’ τις φυλακές και ο πόλεμος τους προσέφερε την ευκαιρία να μειώσουν την ποινή ή και να τους τη χαρίσουν. Εκείνο το βράδυ επίσης έγινε μια πραγματική μάχη πάνω απ’ τη Νοβοσέλα, στην κορυφή του όρους Σεμίτερ (σ. μ. Αγίου Μάρτυρος Μηνά). Ένα Ιταλικό Τάγμα είχαν εκεί πάρει θέσεις ώστε να δώσουν χρόνο στις κύριες δυνάμεις να αποσυρθούν προς την Κλεισούρα. Χρειάστηκαν μερικές ώρες μάχες με όπλα, πολυβόλα, βόμβες και χειροβομβίδες έως και μάχη σώμα με σώμα/ οι απώλειες ήταν μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Το έφερε η περίσταση που με τον πατέρα μου να πάμε κατά κει μια μέρα μετά, για να μαζέψουμε κανένα λάφυρο πολέμου. Ήταν μια εικόνα φρίκης. Πολλοί Ιταλοί στρατιώτες είχαν μείνει σκοτωμένοι, όπως ήταν στις θέσεις μάχης.

σελ. 207

Ο ένας απ’ αυτούς, πεσμένος πάνω στο πολυβόλο του, είχε παγώσει και έμοιαζε να συνέχιζε να πυροβολεί. Οι Ιταλοί δεν είχαν μπορέσει να σκεπάσουν τους νεκρούς τους διότι είχαν αποσυρθεί βιαστικά. Ενώ οι έλληνες τους είχαν προσωρινά προσχώσει, διότι πάνω απ’ το χώμα ακόμη φαίνοντας τα μέλη τους.

Αφού αποσύρθηκε βαθύτερα στο έδαφος, προς την Κλεισούρα και αργότερα τον αυχένα του Κιτσόκ, ο ιταλικός στρατός έστησε μια αμυντική γραμμή, «το σημείο κλειδί της οποίας, που με κάθε τρόπο έπρεπε να υπερασπιστεί, ήταν η θέση Κλεισούρα – Τεπελένι. Η απώλεια της θα δημιουργούσε για τους Έλληνες τη δυνατότητα να βγουν στον αυτοκινητόδρομο για Μπεράτι και από εκεί για την Αυλώνα» (Ρ. Μπατάλιο «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», μεταφρ. αλβ. 1991 σελ. 144). Τα υψώματα Τρία Αυγά κοντά στο Μπεράτι, που τόσο πολύ επέμεναν οι Έλληνες, παρά τις σκληρές μάχες, δεν καταλήφθηκαν. Ο πόλεμος στον τομέα αυτό θα συνέχιζε για πολύ ακόμη.

Συνεπεία της δημιουργούσας κατάστασης, η Πρεμετή μετατράπηκε από οπισθοφυλακή του ιταλικού στρατού σε οπισθοφυλακή του ελληνικού, υπό τον έλεγχο των οποίων πέρασε και η Μπένια. Έτσι οι έλληνες έβαλαν τη δική τους διοίκηση σε όλο το νομό Πρεμετής. Στην πόλη και στις επαρχίες των περιοχών τον νόμο επέβαλε η ελληνική χωροφυλακή. Όταν στη Τρεμπεσίνα σταθεροποιήθηκε το Μέτωπο, οι έλληνες απαγόρευσαν την ανάρτηση της αλβανικής σημαίας και τη χρήση της αλβανικής γλώσσας στο δημόσιο. Αυτή ήταν η επίσημη θέση, διότι στην πράξη τα πράγματα ήταν αλλιώς.

Την περίοδο αυτή μερικοί σχηματισμοί του ελληνικού στρατού εγκαταστάθηκαν στα χωριά ώστε να ανασυνταχθούν και αναρρώσουν. Και στη Μπένια για δύο περίπου μήνες έμεινε μια μονάδα του πυροβολικού 75/13mm μεταφερόμενη με υποζύγια. Οι αξιωματικοί και στρατιώτες τακτοποιήθηκαν σε σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι της Μπένια τους υποδέχτηκαν θετικά, τους στέγασαν και τάισαν με ότι τους βρέθηκε, ειδικά την πρώτη περίοδο που δεν υπήρξαν προμήθειες του στρατού. Θυμάμαι ο διοικητής τους έμεινε στο σπίτι μας. Ενώ ο αναπληρωτής του, Λυκούργος, έμεινε στο σπίτι του Τσατσίκο των Ντοναίων. Οι δύο αυτοί αξιωματικοί του πυροβολικού είχαν βγάλει σχολές στη Γερμανία. Όσο διάστημα έμεινε στο χωριό αυτή η μονάδα εκτελούσε ένα αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς. Τις Κυριακές συμμετείχαν και στις θρησκευτικές τελετές στην εκκλησία του χωριού.

σελ. 208 Γενικά αυτοί συμπεριφέρθηκαν καλά στο χωριό. Τούτο και λόγω του γεγονότος ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν Ορθόδοξοι. Συν το χρόνο ο ανεφοδιασμός τους με τρόφιμα έγινε πιο κανονικός και ήταν αυτοί που τώρα βοήθησαν με τροφές μερικές απ’ τις φτωχότερες οικογένειες.

Μετά απ’ αυτούς στο χωριό ήρθαν και άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες, ειδικά της οπισθοφυλακής. Δεν θα παραλείψω να αναφερθώ εδώ τον παθολόγο γιατρό Λαμπρίδη, ένας ανθρωπιστής και πολύ ικανός επιστήμονας, που ποτέ δε κουράστηκε να εξετάσει και νοσηλεύσει πολλούς χωρικούς, μικρούς και μεγάλους. Φοβόταν πολύ τα αεροπλάνα και την ημέρα κρύβονταν στο δάσος πάνω απ’ το χωριό, όπως και ο Λίλι του Πόλε, που πήγαινε στο θόλο της Τζάκο το πρωί και γύριζε στο σπίτι του το βράδυ.

Τα τρόφιμα, ρούχα και πυρομαχικά ο στρατός τα μετέφερε με ζώα. Τα καραβάνια πυροβολούνταν από τα αεροπλάνα που πετούσαν καθημερινά. Μια φορά ένα μαχητικό ιταλικό γάζωσε όλο μας το χωριό. Αυτή τη στιγμή βομβαρδίστηκε και η γέφυρα του Πέτρανι απ’ τα γερμανικά «Στούκας». Αυτό υποχρέωσε τους έλληνες να κατασκευάσουν ένα άλλο δρόμο Πρεμετή – Πέτρανι, απ’ τα δεξιά της ροής της Βιόσας (σ.μ. Αώος), όπου εργάστηκαν με μεροκάματα και χωρικοί απ’ τη Μπένια.

Ο πόλεμος δυσχέρανε πολύ την οικονομική κατάσταση των κατοίκων της Μπένια. Στέρευαν και τα τελευταία αποθέματα. Μερικοί χωρικοί επήραν στάρι ή καλαμπόκι δανικό σε άλλα χωριά. Μάλιστα ο Ν. Κόλια και ο Α. Παπαβαγγέλη πήγαν μέχρι τα Γιάννενα να εξασφαλίσουν απ’ το Μητροπολίτη δύο τρία τσουβάλια αλεύρι.

Παντού έβλεπε κανείς τις συνέπειες του πολέμου, σκοτωμένοι στρατιώτες, ψόφια ζώα, όπλα και πυρομαχικά πεταμένα. Δεν έμεινε σπίτι να μην απόκτησε το όπλο του και σφαίρες και χωρίς να πάρει κουβέρτες, κάπες κλπ. Μερικοί πήραν και κάνα μουλάρι αλλά αργότερα υποχρεώθηκαν να το επιστρέψουν.

γ) Η απόσυρση του ελληνικού στρατού και η επιστροφή των ιταλικών δυνάμεων. Μετά από πέντε μήνες πολέμου τα ελληνικά σώματα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στο εσωτερικό της επικράτειας τους, συνεπεία της εισβολής των γερμανών, πράγμα που κατέστησε δυνατό ώστε στα τέλη του Απρίλη 1941 την επάνοδο των ιταλικών δυνάμεων στην Πρεμετή και την επανεγκατάσταση της δικής τους δημόσιας διοίκησης.

Από τις ημέρες εκείνες κιόλας πέρασε στη Μπένια λόχος ιταλών στρατιωτών, που έμειναν στην είσοδο του χωριού, στη Ντεργκούρα.

σελ. 209

Ήταν απόγευμα. Όπως συνήθως πρώτοι πλησιάσαμε εμείς τα παιδιά και στη συνέχεια μερικοί χωρικοί. Τη στιγμή εκείνη έγινε κάτι ασυνήθιστο. Δύο έλληνες στρατιώτες, ένας πίσω απ’ τον άλλο, με τα μακριά τους όπλα στον ώμο, πέρασαν κάτω απ’ το αλώνι των Κολιογκέλων. Καθώς φαίνεται είχαν μείνει πιο πίσω κατά την οπισθοχώρηση απ’ το μέτωπο. Ένας απ’ τους ιταλούς στρατιώτες, μόλις τους είδε έβαλε τις φωνές «Ι γκρέτσι», (Έλληνες) και στη στιγμή ο λόχος εξάτμισε. Ο πόλεμος με τους έλληνες τους είχε βάλει τον πανικό στο κόκκαλο…»

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon