ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ
Βαρύς χειμώνας ήταν γιε,
το χιόνι ως το γόνα.
Θρηνούσα εγώ στον τάφο σου και πλάι μια τρυγόνα.
Η μάνα σου είναι μακριά.
Και τι μπορεί να κάνει;
Στη θέση της μανούλας σου, πλέκω εγώ στεφάνι.
Και κάθε νύχτα ένα κερί, λιώνει στην κεφαλή σου,
έρχομαι και τ’ ανάβω εγώ, λεβεντονιέ, κοιμήσου.
Ας μην το ξέρει η μάνα σου, δω κάτω στην κοιλάδα,
θρηνούμ' εμείς για τα παιδιά που χάθηκαν, Ελλάδα.
Και κάθε άνοιξη σαν μπει,
αλήθεια, είναι μυστήριο,
να δεις τις δροπολίτισσες,
βουβές στο κοιμητήριο.
Να συντηρούν τους τάφους σας,στα νυφικά ντυμένες.
Σα να ‘ν’ θεές φανταχτερές,
αρχαίες, αραδιασμένες.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα,
με χείμαρρους και λάκκους
και κανενός δεν το ‘λεγα,
γιατ’ είχε βρικολάκους.
Με το Βαγγέλιο των ανθών,
κάθε άνοιξη, παιδί μου,
περνούσα μπρος σου κι έψελνα τον εθνικό μας ύμνο.
Κι έλεγα: θα ‘ρθ’ ανάσταση,
στον τάφο σου τα βράδια.
Δεν μας ξεχνά η πολύπαθη,
η μάνα μας Ελλάδα.
Βουλιαράτες, Απρίλης 1992