Τα γεγονότα στη Γλύνα τέλη 1949: Μια μειονότητα που αντιστέκεται και κρατάει ζωντανό το εθνικό φρόνημα [Β΄ μέρος]

Δημοσιεύθηκε: 06/12/2020 12:58 Τελευταία Ενημέρωση: 07/12/2020 15:52 Από: Tachydromos

Του Γιάννη Γιάννη

Β΄ μέρος

2. Τα γεγονότα στη Γλύνα

Το τι συνέβηκε στη Γλύνα, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1950, το πληροφορούμαστε από τις σχετικές εκθέσεις που παρουσιάστηκαν προς εξέταση στη σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας στις 28 Ιανουαρίου 1950. Η έκθεση που παρουσιάστηκε ενώπιον των μελών του Πολιτμπυρό, των πιο ισχυρών ανδρών του κομμουνιστικού κόμματος και μη συμμετέχοντος του πρώτου γραμματέα Ε.Χότζα, αναφέρεται λεπτομερώς στα γεγονότα της Γλύνας, αλλά και τη γενικότερη πολιτική και οικονομική κατάσταση της Μειονότητας.

Ήταν η πρώτη φορά, αλλά και η τελευταία που το ανώτατο κομματικό όργανο συνεδρίαζε σχεδόν αποκλειστικά, με τα θέματα της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία.

Τα γεγονότα στη Γλύνα και στη Γορίτσα προφανώς σήμαναν συναγερμό στα ανώτατα κρατικά και κομματικά όργανα. Οι Αλβανοί υποψιάζονταν πως πίσω από αυτά ήταν οι ελληνικές υπηρεσίες και η ντόπια αντίδραση. Άλλωστε το 1949, χρονιά κατά την οποία έληξε ο εμφύλιος πόλεμος, σημαδεύτηκε από μια σειρά σοβαρών επεισοδίων στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Οι αντάρτες του ΔΣΕ στις 1 Απριλίου άρχισαν τις επιθέσεις στο Γράμμο από το αλβανικό έδαφος που «είχαν στρατοπεδεύσει όλον τον χειμώνα, έχοντας εξοπλιστεί σε διάφορους ανεφοδιαστικούς σταθμούς της Αλβανία υπό την επίβλεψη αξιωματικών των ανατολικών χωρών και μετακινούντο κατά τρόπο επιδεικτικό από τις Πρέσπες μέχρι την Κόνιτσα, προκειμένου να παραπλανήσουν τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές για το ακριβές σημείο της επίθεσης»31(Σταύρος Ντάγιος, Ελλάδα και Αλβανία-50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας, Εκδόσεις Literatus, Θεσσαλονίκη 2015 σ.156) . Δύο μέρες αργότερα οι δυνάμεις των ανταρτών αιφνιδίασαν τον εθνικό στρατό και με τη βοήθεια και αλβανών ενόπλων ανακατέλαβαν το Γράμμο, αιχμαλωτίζοντας και 60 έλληνες στρατιώτες. Τις πράξεις αυτές οι Ελλάδα τις θεώρησε επίθεση από την Αλβανία και γι αυτό το λόγο διαμαρτυρήθηκε στον ΟΗΕ πως η χώρα αυτή « συνιστά σοβαρό κίνδυνο ειρήνης σε όλης την περιοχή»32(Ό. παραπάνω) .

Μετά τα γεγονότα αυτά η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τους Δυτικούς Συμμάχους μια κοινή ναυτική απόβαση στην Αλβανία, για την εξάλειψή της ως βάση των ανταρτών και εστία απειλής για την Ελλάδα33(Ό.παραπάνω σελ 157) , πράγμα δύσκολο να επιτευχθεί καθώς οι Αμερικανοί, συνεχίζοντας μια παράδοση δεκαετιών, δεν συμφωνούσαν με μια τέτοια ενέργεια.

Επίσης η αλβανική ιστοριογραφία της χοτζικής εποχής, αλλά και σήμερα, θεωρεί πως η ελληνική στρατιωτική πρόκληση, όπως την αποκαλεί, της 2ας Αυγούστου 1949, δεν ήταν απλά μια «πρόκληση», αλλά στρατιωτική επίθεση για κατάληψη εδαφών. Ο ίδιος ο Ε. Χότζα σε ομιλία του ενώπιον των φαντάρων που τραυματίστηκαν στις 2 Αυγούστου λέει πως οι μοναρχοφασιστές και οι πάτρονές τους δεν είχαν σκοπό μόνο να κάνουν μικρές προκλήσεις, αλλά είχαν θέσει μεγαλύτερους στόχους34(Ενβέρ Χότζια, Άπαντα Αρ.6, σ. 260) . Επίσης ο Χότζα, με το συνήθη προπαγανδιστικό τρόπο και λόγο, προς απάντηση σε όσα του καταλόγιζαν σε σχέση με την ανάμειξη στον ελληνικό εμφύλιο και την ανοιχτή στήριξη στον ΔΣΕ, δήλωνε πως αυτοί «με την πρόφαση πως δήθεν εμείς βοηθούμε τον ελληνικό δημοκρατικό στρατό, ζητούσαν να μπάσουν τη φωτιά του πολέμου και στα εδάφη μας»35( Όπ.παραπάνω).

Ωστόσο την ανησυχία των κομματικών οργάνων επέτεινε αυτή καθεαυτή η κατάσταση στη μειονότητα, πολιτική και οικονομική, καθώς παρατηρούνταν συμπεριφορές και ενέργειες που δεν ταυτίζονταν με την κομματική γραμμή. Στις εκθέσεις, αλλά και τις συζητήσεις των μελών του Πολιτμπυρό, βλέπουμε το πώς καταγράφεται η πολιτική και οικονομική κατάσταση της περιοχής, με αναφορές και στη γενικότερη κατάσταση, ενώ οι αποφάσεις του Πολιτμπυρό αφορούσαν όλη την ΕΕΜειονότητα. Στη σύσκεψη αυτή, η πρώτη ( και η τελευταία) τέτοιου είδους και επιπέδου, μπορούμε να πούμε πως τέθηκαν οι πολιτικές γραμμές που ακολούθησε το αλβανικό κράτος κατά τις επόμενες δεκαετίες έως και την πτώση του κομμουνισμού.

2.1 Χρονικό γεγονότων

Η Εκτελεστική Επιτροπή επαρχίας Αργυροκάστρου σε απόφαση που αφορούσε το ξεχειμώνιασμα αιγοπροβάτων, είχε αποφασίσει, χωρίς βέβαια να συνεννοηθεί με τους κατοίκους του χωριού, να στείλει στους μουσιάδες-βοσκοτόπια του χωριού Γλύνα έναν αλλοεθνή βοσκό με διακόσια κεφάλια πρόβατα.

Καθότι η Γλύνα είχε από μόνη της 600 αιγοπρόβατα και αρκετές αγελάδες, δεν μπορούσε να δεχτεί στα βοσκοτόπια της ξένα κοπάδια. Οι Γλυνιώτες, που είχαν ενημερωθεί για την πράξη, αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά.

Στις 31 Δεκεμβρίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ενώ οι Γλυνιώτες ετοιμάζονταν να καλωσορίσουν τη νέα χρονιά στα φτωχικά τους, το ξένο κοπάδι κατέφθασε στη Γλύνα. Το κοπάδι συνόδευε και ένας οπλισμένος αστυνομικός, πιθανόν οι αρχές να είχαν πληροφορηθεί ότι κάτοικοι του χωριού δεν θα επιτρέψουν κάτι τέτοιο, ώστε ο κόσμος να φοβηθεί και να μην αντιδράσει.

Οι Γλυνιώτες γνώριζαν επίσης πως αν αντιδράσουν, θα υποστούν την εκδίκηση των αρχών. Γι αυτό το λόγο στο «πεδίο μάχης» έστειλαν τις γυναίκες. Οι γυναίκες, με πρωτοστάτη την Ελένη Ντάμου (Δάμου), όπως αναφέρει και ο ινστρούχτορας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΕΑ που εστάλη στο Αργυρόκαστρο για να ερευνήσει την υπόθεση36(Relacion mbi gjendjen ne Gline dhe ne Minoritetin Grek, Viti 1950, Fondi 14 APOU, D 7-20) , καθώς άκουσαν την Ελένη να φωνάζει «στα όπλα» ρίχθηκαν στην «επίθεση», έδιωξαν τα ζώα, έδειραν την αδερφή του κτηνοτρόφου και ορμώντας πάνω στον αστυνομικό τον αφόπλισαν.

Οι γυναίκες όμως δεν αρκέστηκαν μόνο σ΄αυτά. Όπως γράφει ο ινστρούχτορας Βασίλη Μήτση, αυτές φώναζαν πως δεν αναγνωρίζουν Εξουσία και Κυβέρνηση, πως μας πήρατε την ψυχή, μας τα πήρατε όλα, τώρα θέλετε να μας πάρετε και τα βοσκοτόπια. Φαίνεται από τα όσα ακολούθησαν, οι κρατικές αρχές θορυβήθηκαν όχι τόσο από τις ενέργειες των γυναικών, αλλά από τα συνθήματα που ακούστηκαν.

Βλέποντας μια τέτοια κατάσταση η Ασφάλεια (Σιγκουρίμι) , σε μια πρωτοφανή ενέργεια εκφοβισμού, περικύκλωσε όλο το χωριό, συνέλαβε όλους τους άνδρες και εξόρισε έξι οικογένειες. Στις 12 Ιανουαρίου 1950, ημερομηνία που φέρει η πρώτη έκθεση του κομματικού απεσταλμένου, οι συλληφθέντες, αφού έγινε διαφοροποίηση αφήνοντας αρκετούς ελεύθερους, έφταναν τους 13 άνδρες και γυναίκες.

Τα γεγονότα στη Γλύνα είχαν τεράστια απήχηση στα υπόλοιπα χωριά. Αν και έγιναν τόσες συλλήψεις και εξορίες και στη μειονότητα επικράτησε «η ψύχωση του φόβου και της ανασφάλειας »37(Raport mbi ngjarjen ne katundin Gline te rrethit te Gjirokastres dhe mbi gjendjen ne pergjithesi ne Minoritet, Viti 1950, Fondi 14 APOU, D 7-20), ο κόσμος « με λίγες εξαιρέσεις στέκονταν ακόμα «μπλοκ», σε κάποια άλλα χωριά λέγονταν πως καλά κάνανε οι Γλυνιώτες και σε άλλα τα καταδίκαζαν »38(Ό.παρ.).

Μια μέρα νωρίτερα τα ίδια έγιναν και στη Γορίτσα. Και εκεί βγήκαν οι γυναίκες και αντέδρασαν για το κοπάδι που έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή. Δεν έγιναν όμως επεισόδια, καθώς επιτόπου έσπευσε ο τοπικός πρόεδρος της επαρχίας (Lokaliteti). Ωστόσο και από τη Γορίτσα συνελήφθησαν τρία άτομα. Εκεί, σύμφωνα με την έκθεση, διοργανωτές ήταν ο Θοδωρής Κυρίτσης και ο Κώτσιος Θάνος.

3. Η κατάσταση στην ΕΕΜειονότητα διαμέσου των εκθέσεων και συζητήσεων στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΕΑ

Επ΄ αφορμή των γεγονότων στη Γλύνα και τη Γορίτσα, το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας (ΚΕΑ), με μία άνευ προηγουμένου ταχύτητα, συνεκλήθη στις 28 Ιανουαρίου. Το πρώτο θέμα προς συζήτηση ήταν τα γεγονότα στο χωριό Γλύνα της επαρχίας Αργυροκάστρου και η κατάσταση στη Μειονότητα. Κατά τη συζήτηση τοποθετήθηκαν τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Λιρί Μπελισόβα, Χυσνί Κάπο, Μπεκίρ Μπαλούκου, Γκόγκο Νούσι, Μπεντρί Σπαχίου και Τουκ Γιακόβα. Δεν ήταν παρόντες στη σύσκεψη (σύμφωνα με το Πραχτικό) οι Ενβέρ Χότζια, Μεχμέτ Σέχου και Σπύρο Κολέκα.

Στις δυο εκθέσεις που παρουσιάστηκαν και στις συζητήσεις των μελών του Πολιτμπυρό αποτυπώνεται αφενός η έντονη ανησυχία των κομματικών στελεχών για την πολιτική κατάσταση στην Μειονότητα και αφετέρου συζητούνται τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε αυτή να μην πέσει στα χέρια του «ελληνικού σωβινισμού», όπως κατά κόρον χαρακτηρίζεται το ελληνικό κράτος.

Επίσης οι εκθέσεις και η σχετική συζήτηση, αποδεικνύει για άλλη μια φορά το εθνικό πιστεύω , τις προσδοκίες αλλά και την αντίσταση της Μειονότητας στις πιέσεις και τις διώξεις που ασκήθηκαν για πέντε κατά σειρά χρόνια. Πιθανολογώ πως αυτή η αντίσταση υποχρέωσε την πολιτική ηγεσία να μετριάσει μεσοπρόθεσμα την κατασταλτική της πολιτική ώστε η μειονότητα «να γυρίσει τους πλάτες στους μοναρχο-φασιστές και να καταλάβει μια και καλά πως το μέλλον της είναι με το λαό μας και να καταλάβει πως ο ίδιος ο ελληνικός λαός σήμερα υποφέρει υπό διπλό ζυγό, από το μοναρχο-φασιστικό καθεστώς και από τους αγγλοαμερικάνους »39(Protokoll nr 5, date 28.1.1950 i Mbledhjes se Byrose Politike te K.Q. Από τη συζήτηση της Λιρί Μπελισόβα, Fondi 14 APOU, Viti 1950, D.20 σ.18).Αυτή την εποχή η περαιτέρω πιέσεις, οι διώξεις και οι φυλακίσεις, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις, πιθανόν να οδηγούσαν σε ριζοσπαστικοποίηση των ήδη διαφαινομένων τάσεων στη Μειονότητα. Αυτό είναι που φοβούνταν η κομματική ηγεσία: την άνοδο των αλυτρωτικών τάσεων στους κόλπους της ΕΕΜειονότητας.

Οι κομματικές αρχές έβλεπαν πίσω από τα γεγονότα στη Γλύνα και τη Γορίτσα και την αντίδραση των κατοίκων, όχι απλά μια αντίδραση σε μια βιαστική και άδικη απόφαση της τότε Εκτελεστικής Επιτροπής να πάρουν τα βοσκοτόπια τους και να δυσκολέψουν τους ντόπιους κτηνοτρόφους. Οι αρχές διέβλεπαν πως τα κίνητρα ήταν πολιτικά, δουλειά της αντίδρασης και του εχθρού, όπως αποκαλούσαν τότε όποιον διαφωνούσε με το καθεστώς.

Αξίζει να δει κανείς την προσέγγιση των αρχών ως προς τα γεγονότα και γενικότερα την κατάσταση στη Μειονότητα, καθώς όπως ήδη επισημάναμε, στις εκθέσεις και τις συζητήσεις γίνεται μια ακτινογραφία της κατάστασης, δύσκολη οικονομικά, ταραγμένη πολιτικά και εθνικά.

Τα αίτια της αντίστασης αυτής, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε στο Πολιτικό Γραφείο, πρέπει να τα δει κανείς έχοντας υπόψη το παρόν και το παρελθόν. Τα γεγονότα στη Γλύνα και τη Γορίτσα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι έκφραση της εχθρικής δουλειάς του σωβινιστικού και εχθρικού στοιχείου στη Μειονότητα.

«Εάν τα εκλάβουμε ως απλό θέμα, αναφέρεται στην έκθεση, προκύπτει ότι αυτοί από τις δυσκολίες για βοσκοτόπια αναγκάστηκαν να διώξουν δια της βίας τα ζώα, αν όμως δούμε τα στοιχεία που οργάνωσαν αυτή την ενέργεια, τα συνθήματα που ακούστηκαν, το παρελθόν της Γλύνας αλλά και τη σημερινή στάση, συμπεραίνουμε πως είναι απλά εχθρική δουλειά και μορφή πολέμου εναντίον μας… Η ίδια η Γλύνα, με όλες τις δολοφονίες που έγιναν από τους μπαλίστες τήρησε αδιάφορη στάση (κατά την περίοδο του πολέμου, σημ. Γ.Γ.) και τις δολοφονίες τις εκμεταλλεύτηκε για διάσπαση (ότι τους σκότωσαν οι μωαμεθανοί), και μετά τον πόλεμο η στάση ήταν εχθρική μιλώντας πάντα κατά της Εξουσίας. Και όταν έγινε η εκδήλωση μνήμης για τους 24, οι Γλυνιώτες δεν συμμετείχαν. Το ελληνικό προξενείο και ο Βασίλης Σαχίνης είχε υγιείς βάσεις στη Γλύνα και έχει δηλητηριάσει το λαό της Γλύνας, έτσι που τάσεις σωβινισμού βρίσκεις παντού- βρίσκεις ζωντανή την ιδέα της προσάρτησης στην Ελλάδα της αποκαλούμενης Βόρειος Ήπειρος »40(Raport mbi ngjarjen ne katundin Gline te rrethit te Gjirokastres dhe mbi gjendjen ne pergjithesi ne Minoritet, Viti 1950, Fondi 14 APOU, D 7-20).

Ευθύνη για την κατάσταση στη Γλύνα, τα γύρω χωριά, αλλά και γενικότερα στη Μειονότητα, σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στη σύσκεψη αυτή, έχουν οι κομματικές οργανώσεις βάσης, όπως της Επισκοπής, ενώ για την γενικότερη κατάσταση ευθύνονται οι Κομματικές Επιτροπές που «δεν είχαν πολύ υπόψη το ζήτημα της μειονότητας και δεν είχαν ένα συγκεκριμένο πλάνο για την ιδεολογική δουλειά στη μειονότητα».

Υποκινητές της αντίστασης, σύμφωνα με την έκθεση του Μήτση, είναι και μέλη του κόμματος, καθότι έχουν υποπέσει σε οπορτουνιστικές και εχθρικές θέσεις όπως ο Λάμπης Μπάτζιος, που συμμετείχε στην οργάνωση της αντίστασης, ένα υποψήφιο μέλος κόμματος, ο Γιώργος Τσίτσος καθώς φοβάται να μιλήσει μπροστά στο λαό, φοβούμενος μην τον σκοτώσουν οι Γλυνιώτες, επίσης ο Τάκης Σκιαδάς που ενημερώνεται για τα γεγονότα και πάει σε γλέντι.

Επ΄ αφορμή, όπως ήδη αναφέραμε των γεγονότων στη Γλύνα και τη Γορίτσα, η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου και ο ινστρούχτορας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΕΑ, εστιάζει στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Κόμμα στη Μειονότητα. Στις εκθέσεις, αλλά και στις συζητήσεις του Πολιτικού Γραφείου, αποτυπώνεται η βαθιά ανησυχία για τις εξελίξεις στη μειονότητα, αλλά και η ανάγκη λήψης μέτρων στον προπαγανδιστικό και οικονομικό τομέα.

«Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στη μειονότητα είναι η πάλη κατά του ελληνικού σωβινισμού, που έχει βαθιές ρίζες. Η ίδια η καταγωγή τους και η μειονοτική οντότητά της , συν την ελληνική προπαγάνδα που έχει γίνει από το ελληνικό προξενείο και των πρακτόρων του Βασίλη Σαχίνη και άλλους. Οι εχθρικές πράξεις της κυβέρνησης του Ζώγκου, οι θρησκευτικές διασπάσεις, έκαναν τον κόσμο της μειονότητας να ονειρεύεται για μια Ελλάδα κάθε είδους και από την άλλη να τρέφει την ιδέα της προσάρτησης (της αποκαλούμενης Βόρειος Ήπειρος- οι παρενθέσεις είναι του πρωτότυπου) στην Ελλάδα. Αυτές τις ιδέες έτρεφαν έως τις τελευταίες μέρες. »41(Ό.παραπ.)

Επίσης στο ίδιο σημείο τίθεται και ένα άλλο θέμα, το οποίο έχει απασχολήσει κατά τον πόλεμο την μειονοτική αντίσταση: εάν οι μειονοτικές αντιστασιακές δομές θα εντασσόταν στο ελληνικό ΕΑΜ ή στο αλβανικό FNÇ (Fronti Nacional Çlirimtar). «Και κατά τη διάρκεια του Εθνικο-απελευθερωτικού Αγώνα, αναφέρεται, υπήρξαν αμφιταλαντεύσεις στη μειονότητα, μάλιστα και σύντροφοι μέλη του κόμματος δίσταζαν εάν έπρεπε να συμμετάσχουν ή όχι στον αγώνα του αλβανικού λαού, μολαταύτα η μειονότητα δέθηκε με το κίνημα του αλβανικού λαού…»

Το πρόβλημα για τα κομματικά όργανα είναι ότι δύσκολα μπορεί να εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου ο «σωβινισμός», ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικίες και στις «δημογεροντίες των χωριών, σε ανθρώπους που ήταν στήριγμα των αγάδων, σε ανθρώπους που έχουν πολεμήσει με το όπλο στο χέρι για την απόσπαση της Νότιας Αλβανίας. Ακριβώς τέτοιους ανθρώπους βρίσκεις όπως στο Βούρκο και τη Δρόπολη, μάλιστα ελληνική επιρροή και σε ανθρώπους που είναι κοντά στη μειονότητα όπως στο Λάμποβο και τη Λυντζουριά».

Και συνεχίζει: «Ακριβώς σ΄ αυτούς τους ανθρώπους βρίσκει στήριγμα η εχθρική δουλειά και στην παγίδα τους πέφτουν τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και γίνονται τυφλά εργαλεία των εχθρών. Η μοναρχο-φασιστική πίεση που ασκείται διαμέσου των δημογεροντιών και των άλλων εχθρών είναι έντονη και κάνει ώστε να αμφιταλαντεύονται τα φτωχά στρώματα, όντας υπό την πίεση της ανασφάλειας και της έναρξης ενός νέου πολέμου, βγάζοντας την Αμερική ως ισχυρό οικονομικά κράτος, ως κράτος που έχει άφθονα μέσα για έναν νέο πόλεμο και γενικά το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ως πολύ ισχυρό. Θέτουν το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ως τετελεσμένο γεγονός, ότι ο ΟΗΕ την έδωσε στην Ελλάδα και σύντομα θα ενωθεί μ΄αυτήν… »42(Τις αναφορές αυτές βρίσκουμε πολύ συχνά και στις εκθέσεις που ο κομματικός πυρήνας Κάτω Δρόπολης έστελνε στην κομματική Επιτροπή Αργυροκάστρου από το 1946 και μετά.)

Εκτός αυτού οι αρχές παραθέτουν και μια σειρά άλλων λόγων, αστείοι ορισμένες φορές, για να δικαιολογηθούν οι τοπικές αρχές απέναντι στις ανώτερες, που έφεραν τη Μειονότητα σε τροχιά δυσαρέσκειας και σύγκρουσης ως προς την πολιτική που ακολούθησε μέχρι τότε το καθεστώς. Στα όσα εκτίθενται φαίνεται και η πραγματική κατάσταση στην ΕΕΜειονότητα αυτόν τον καιρό:

-η «εχθρική δουλειά» που γίνεται από οικογένειες που έχουν ανθρώπους στην Αμερική. Με τα δέματα που στέλνονται από την Αμερική, αυξάνεται η αμερικανική επιρροή και δημιουργείται η άποψη πως η Αμερική είναι μια χώρα που ζούνε καλά,

-μόνο στη Μειονότητα του Αργυροκάστρου, όπως αναφέρεται λέξη προς λέξη το κείμενο, έχουμε 3500 φυγάδες και δραπέτες στην Ελλάδα και την Αμερική και οι αποδράσεις συνεχίζουν, -τον Ιανουάριο του 1949 έχουν δραπετεύσει σημαντικός αριθμός από το Πωγώνι, Σωτήρα, Λεσνίτσα, Μουρσί και η τάση αυτή συνεχίζει και σήμερα,

-πριν από λίγες μέρες δραπέτευσαν σχεδόν 12 άτομα από τη μειονότητα του Αργυροκάστρου, ανάμεσα σ΄αυτούς δυο κομμουνιστές,

-επίσης αυτό το διάστημα στη μειονότητα του Σαραντιού (Αγίων Σαράντα) μπήκαν πράκτορες από Ελλάδα στο Μουρσί, συγκρούστηκαν με κάποιους στρατιώτες στη γέφυρα του Φοινικιού, είχαν κρυφές συναντήσεις με πράκτορές τους, επίσης είχε και αποδράσεις.

Η κατάσταση στην ΕΕΜειονότητα και η δυσαρέσκειά της προς το καθεστώς, καταδεικνύεται και στις εκλογές που έγιναν τον Ιούνιο του 1949 για τα «Λαϊκά Συμβούλια» των χωριών. Σύμφωνα με την έκθεση της κομματικής επιτροπής Αργυροκάστρου προς το Πολιτικό Γραφείο «σε 30 χωριά του Αργυροκάστρου ρίχτηκαν 479 ψήφοι στην κάλπη χωρίς υποψήφιο, εκτός από τις αποχές. Μόνο στους Βουλιαράτες ρίχτηκαν 92 ψήφοι στην κάλπη χωρίς υποψήφιο, στη Γλύνα 56 ίσον με το μισό των ψηφοφόρων, στη Δίβρη 48, γενικά στη μειονότητα είχαμε σημαντικό αριθμό αντίθετων ψήφων».

Άλλοι λόγοι για την κατάσταση στη μειονότητα είναι η αδύνατη πολιτική δουλειά, καθώς «δεν έχουμε χειριστεί καλά το επιχείρημα της συμμετοχής της μειονότητας στον πόλεμο, τους πεσόντες της και τις νίκες που είχε η μειονότητα με την απελευθέρωση της Αλβανίας όπως η ανεξαρτησία, το δικαίωμα της γλώσσας, η αγροτική μεταρρύθμιση, η εξάλειψη των ανταγωνισμών κλπ.»

Επίσης ως προς την πολιτική και προπαγανδιστική δουλειά που πρέπει να γίνει, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο που πρέπει να παίξει η εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα», το μοναδικό προπαγανδιστικό μέσο που είχε στα χέρια αυτήν την εποχή το καθεστώς, καθώς τα προπαγανδιστικά υλικά στην ελληνική ήταν ανύπαρκτα. Οι σχετικές προτάσεις εστίαζαν στη στήριξη της εφημερίδας, στην εξασφάλιση μαρξιστικής βιβλιογραφίας και λογοτεχνίας στην ελληνική, στη μετάφραση βασικών ντοκουμέντων του ΚΕΑ, στην ενίσχυση του Γραφείου Προπαγάνδας (Αγκιτπροπ) κλπ. Με τα θέματα αυτά ασχολήθηκε μάλιστα διεξοδικά και το Πολιτικό Γραφείο το οποίο και έλαβε τις τελικές αποφάσεις.

Όπως ήδη προαναφέραμε, θα μπορούσαμε να πούμε πως η Σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΕΑ στις 28 Ιανουαρίου 1950, έθεσε τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής που θα ακολουθούσε το καθεστώς κατά τα επόμενα χρόνια σε σχέση με την Εθνική Ελληνική Μειονότητα. Ποιες ήταν οι βασικές θέσεις των μελών του Πολιτμπυρό και που εκφράστηκαν στην Απόφαση Αρ.7 «…σχετικά με τα γεγονότα στο χωριό Γλύνα επαρχίας Αργυροκάστρου και γενικά για την κατάσταση στην Ελληνική Μειονότητα»;

Για τις κομματικές αρχές η κατάσταση στη μειονότητα δεν ήταν η αναμενόμενη. Ούτε όσα έχουν γίνει μέχρι τότε για τη μειονότητα, όπως συχνά –πυκνά αναφέρεται σε εκθέσεις και συζητήσεις, αλλά ούτε οι πιέσεις και οι διώξεις που ασκήθηκαν κατά την πρώτη πενταετία του καθεστώτος, δεν την έκαναν πιο φιλική προς το καθεστώς και ούτε τη φόβισαν. Κατά την άποψή μας η μέχρι τότε αντίσταση και αντίδραση της μειονότητας, σχετίζονταν αφενός, κυρίως με τη δύσκολη οικονομική και πολιτική (εθνική) κατάσταση και λιγότερο με την οργανωμένη ή μη επιρροή από ελλαδικά κέντρα ή θεσμούς. Βόλευε τις κομματικές αρχές και τότε, αλλά και κατά τις επόμενες δεκαετίες, να δικαιολογούν καταστάσεις και αποτυχίες με τη ρητορική του ταξικού εχθρού και την επιρροή του «ελληνικού μοναρχοφασισμού».

Στη σύσκεψη διαπιστώνεται απ΄όλους πως θα μπορούσαν να αποφευχθούν τα γεγονότα στη Γλύνα. «Η Κομματική Επιτροπή αν ήταν επικεφαλής της δουλειάς θα μπορούσε να αποφύγει κάτι τέτοιο, αναφέρει στη συζήτησή του ο Μπεκίρ Μπαλούκου, λαμβάνοντας υπόψη μόνο το γεγονός πως αυτό το χωριό δεν χορταίνει τα ζώα του με τα βοσκοτόπια που έχει..43(Από τη συζήτηση του Μπεκίρ Μπαλούκου στη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου) , εκεί όμως έχει και εχθρική δουλειά που οδήγησε του χωρικούς σ΄αυτό το σημείο». Τα ίδια αναφέρει και η Λιρί Μπελισόβα στη συζήτησή της: «Κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να το έχουμε αποφύγει, γιατί από καιρό είχαμε ορισμένες ενδείξεις και νομίζω ότι τέτοια πράγματα δεν πρέπει να επιτρέψουμε άλλη φορά. Μολαταύτα, στην περιοχή της μειονότητας υπάρχει εχθρική δουλειά όχι σε σχέση με τα γεγονότα στη Γλύνα, αλλά και στο θέμα των εκλογών… »44(Από τη συζήτηση της Λιρί Μπελισόβα στη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου). Ακόμα η Μπελισόβα υπογραμμίζει το γεγονός πως «εκεί είναι σύνορο και ο λαός είναι υπό την επιρροή των αμερικάνων και των ελλήνων μοναρχοφασιστών», ο Χυσνί Κάπο προσθέτει ως προς αυτό πως «αναμφίβολα η μειονότητα είναι μια βάση όπου ο εχθρός μπορεί να δουλέψει», ενώ ο Μπεκίρ Μπαλούκου σημειώνει πως «εκεί ο εχθρός δουλεύει διαμέσου συνθημάτων, αυτός προσπαθεί να μπάσει διοχετευσει διαμέσου των συνόρων σπιούνους και σαμποτατέρ».

Το θέμα των συλλήψεων

Ωστόσο ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο θέμα των συλλήψεων που ακολούθησε μετά το γεγονός. Όπως ήδη αναφέραμε τα όργανα της ασφάλειας συνέλαβαν και έσυραν στα μπουντρούμια του Αργυροκάστρου σχεδόν όλους τους άντρες του χωριού. Ως προς αυτό τα μέλη του Πολιτικοί Γραφείου θεώρησαν πως πρέπει να γίνει «διαφοροποίηση, να χτυπηθούν τα βασικά στοιχεία που οργάνωσαν αυτά τα πράγματα και να τους βγάλουν τη μάσκα ενώπιον του λαού. Κάτι τέτοιο θα ενισχύσει τη θέση μας »45(Ό.παρ.). Ο Χυσνί Κάπο για το ίδιο θέμα είπε πως «όσον αφορά τις μαζικές συλλήψεις είναι ένα άδικο βήμα, γι αυτό είναι καλό να εξεταστεί αυτό το ζήτημα πριν βγουν στο δικαστήριο, να γίνει η διαφοροποίηση και οι διοργανωτές να καταδικαστούν». Τα ίδια ανέφερε και ο Μπεκίρ Μπαλούκου. «Όσον αφορά τους συλληφθέντες έγινε λάθος που είναι τόσοι πολλοί, πρέπει να γίνει διαφοροποίηση και να καταδικαστούν οι ένοχοι. Για τη μειονότητα, σημείωνε ο Μπαλούκου, έχει τεράστια σημασία η πολιτική δουλειά καθώς είναι παραμεθόρια περιοχή όπου υπάρχουν εχθρικά πολιτικά ρεύματα.»46(Από τη συζήτηση του Μπεκίρ Μπαλούκου στη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου) Ενώ ο Τουκ Γιακόβα, γραμματέας στελέχωσης του Πολιτικού Γραφείου, πήγε πιο πέρα θεωρώντας τις μαζικές συλλήψεις « βαρύ πλήγμα» και « ένα ανώριμο πολιτικό μέτρο.»

Οικονομικές παρεμβάσεις

Για να αναστρέψουν τη δύσκολη οικονομική κατάσταση και το κλίμα που δημιουργήθηκε εκείνα τα χρόνια σε κοινωνικό και εθνικό επίπεδο (συλλήψεις, διώξεις, εξορίες), για να «τραβήξουν τη γνώμη από την Αμερική και την Ελλάδα όπου έχουν στρέψει τα μάτια τους», όπως λέει η Μπελισόβα47(Από τη συζήτηση της Λιρί Μπελισόβα στη σύσκεψη της 28ης Ιανουαρίου) , οι αρχές συζητούν και προτείνουν ορισμένες παρεμβάσεις οικονομικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα.

Οι προτάσεις του ανώτατου πολιτικού οργάνου του ΚΕΑ, θα υλοποιηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα με αποφάσεις των τοπικών Εκτελεστικών Επιτροπών σε συνεργασία με την κρατική επιτροπή οικονομικού σχεδιασμού. Φαίνεται βιάζονταν οι αρχές καθώς φοβούνταν επανάληψη αντίστοιχων γεγονότων που θα οδηγούσαν σε απρόβλεπτες συνέπειες για το αλβανικό κράτος. Ας αναφέρουμε εδώ πως η Ελλάδα είχε αφήσει πλέον πίσω τον εμφύλιο, έτσι μια σταθερή πολιτικά και οικονομικά Ελλάδα δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την φιλοσοφία και την προπαγάνδα του χοτζικού καθεστώτος.

Συγκεκριμένα, αυτό που συζητήθηκε είναι ότι οι παρεμβάσεις θα πρέπει να εστιάζονται κυρίως στην ανάπτυξη του γεωργικού τομέα, καθώς είχε προχωρήσει η αγροτική μεταρρύθμιση και γινόταν τα πρώτα βήματα στην ίδρυση γεωργικών συνεταιρισμών, η ανέγερση μικρών βιοτεχνιών, η διάνοιξη ορισμένων δρόμων και υδραγωγείων, η ανάπτυξη της αμπελουργίας και της μελισσοκομίας, χορήγηση δανείων σε φτωχούς αγρότες κλπ.

Στις προτάσεις προς τις κυβερνητικές αρχές ήταν λ.χ. η διάνοιξη του δρόμου προς το Θεολόγο, η ανέγερση ενός νοσοκομείου και αρδευτικών καναλιών στο Βούρκο, το υδραγωγείο της Δρόπολης με νερό από το Λιμπόχοβο

Ιδιαίτερη σημασία, για προφανείς λόγους, δόθηκε στη χορήγηση υποτροφιών σε νέους για να συνεχίσουν σπουδές. Να επισημάνουμε εδώ πως η «ανησυχία» των κομματικών αρχών ήταν η έλλειψη στελεχών που να γνωρίζουν καλά την αλβανική (για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω), και ακόμα, πιθανολογώ, την απομάκρυνση από το χώρο της ΕΕΜ νέων που διψούσαν για μάθηση.

Εκμάθηση της αλβανικής

Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΕΑ, καθώς το βασικό πρόβλημα των κομματικών οργάνων στις περιοχές της μειονότητας συνίστατο στην αδυναμία τους να διαδώσουν την ιδεολογία τους και να προπαγανδίσουν τις επιτυχίες και τα μελλοντικά οφέλη του συστήματος εξ αιτίας του χαμηλού επιπέδου γνώσης της αλβανικής, έκανε εκτενείς αναφορές στην ανάγκη εκμάθησης της αλβανικής γλώσσας.

«Η εκμάθηση της αλβανικής, σημειώνει η Λιρί Μπελισόβα, είναι σημαντικό θέμα που δένει τους δυο λαούς, είναι ισχυρό μέσο αδελφοποίησης . Αφότου ήμουν εγώ στη νεολαία έχουμε εγείρει αυτό το θέμα ώστε η αλβανική γλώσσα να είναι υποχρεωτική στα μειονοτικά σχολεία», ενώ ο Γκόγκο Νούσι εισηγείται πως η «αλβανική γλώσσα πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη και όχι μόνο στα σχολεία, αλλά και από τα μέλη του κόμματος και το λαό, με τα υλικά που εμείς εκδίδουμε στα ελληνικά δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες της μειονότητας, καταλήγει ο Νούσι. Στο ίδιο θέμα αναφέρθηκαν στις τοποθετήσεις τους και ο Χυσνί Κάπο και Τουκ Γιακόβα.

Εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα»

Η εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» αποτέλεσε τα πρώτα χρόνια το μοναδικό μέσο που είχε στη διάθεσή του το καθεστώς για την προώθηση των θέσεων και επιδιώξεών του. Φαίνεται πως αυτήν την περίοδο οι κομματικές αρχές θεωρούσαν πως η εφημερίδα δεν επιτελεί το έργο της. Στην έκθεση που ο ινστρούχτορας Μήτση και η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου έστειλαν στα Τίρανα, αναφέρονται εκτενώς, σημειώνοντας πως η εφημερίδα «συνεχίζει να είναι αδύνατη και με λιγοστό τιράζ. Η συντακτική ομάδα είναι (επίσης) αδύνατη κι χρειάζονται άνθρωποι πιο ικανοί.»48(Raport mbi ngjarjen ne katundin Gline te rrethit te Gjirokastres dhe mbi gjendjen ne pergjithesi ne Minoritet, Viti 1950, Fondi 14 APOU, D 7-20, σ. 4) Γι αυτό το λόγο αυτοί προτείνουν «να ενισχυθεί η σύνταξη του «Λαϊκού Βήματος» στέλνοντας ως αρχισυντάκτη τον Φιλίππη Λίτσιο, να βελτιωθεί ως προς το περιεχόμενο ξεσκεπάζοντας το πρόσωπο του μοναρχοφασισμού και το τιράζ να φτάσει στα 5 χιλιάδες φύλλα».49(Ό.παρ.) Η πρόταση αυτή υιοθετείται εξ ολοκλήρου και από τη σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου.

Σε ποιες επαρχίες στάλθηκαν οι αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου

Εκ πρώτης όψεως το θέμα αυτό φαίνεται τυπικό. Στην πράξη όμως είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ένα τέτοιο τυπικό θέμα, έγινε αντικείμενο συζήτησης στο Πολιτικό Γραφείο. Καθότι η συζήτηση και η σχετική απόφαση αφορούσε την κατάσταση του συνόλου της μειονότητας, και μόνο η αναφορά σε ποιες επαρχίες θα σταλεί, έδειχνε ποιες περιοχές θεωρούσαν τότε ως μειονοτικές.

Στη σύσκεψη πρώτη η Λιρί Μπελισόβα, κλείνοντας τη συζήτησή της, εισηγείται πως «με βάση αυτές τις συζητήσεις θα γίνει μια απόφαση η οποία εκτός από το Αργυρόκαστρο, να σταλεί και στις Κομματικές Επιτροπές του Σαραντιού (Αγίων Σαράντα) και της Αυλώνας για την περιοχή της Χιμάρας.»50(Protokoll nr 5, date 28.1.1950 i Mbledhjes se Byrose Politike te K.Q. Από τη συζήτηση της Λιρί Μπελισόβα, Fondi 14 APOU, Viti 1950, D.20 σ.19) Στην πρόταση αυτή συμφωνεί και ο Χυσνί Κάπο λέγοντας πως «Είναι σωστή η πρόταση της Λιρί που είπε ότι η απόφασή μας να σταλεί στο Σαράντι και την Αυλώνα».51(Ό.παρ.)

Ως επίλογος

Τα όσα λίγα γράψαμε για τα γεγονότα στη Γλύνα και τη γενικότερη κατάσταση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας από το 1945 έως το 1950 και την πλήρη απομόνωσή της από το εθνικό κέντρο, ας είναι η απαρχή μιας προσπάθειας όλων μας για να φωτίσουμε, όσο μπορούμε, ιστορικές περιόδους και στιγμές που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να μην κουβαλάν σημαντικό εθνικό φορτίο, που στην πραγματικότητα όμως είναι γεμάτες περιεχόμενο: αγώνες, ελπίδες και προσδοκίες.

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon