Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος συναντά τον Χάντινγκτον…

Δημοσιεύθηκε: 09/01/2022 20:03 Τελευταία Ενημέρωση: 09/01/2022 20:03 Από: Tachydromos

Οι αποφάσεις του Πατριαρχείου της Μόσχας να ιδρύσει Εξαρχία Αφρικής, αμφισβητώντας τα ισχύοντα για την δικαιοδοσία του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, καθώς επίσης και οι προειδοποιήσεις για ανάλογες πρωτοβουλίες στην επικράτεια της Τουρκίας, υπό την πνευματική και διοικητική ευθύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προφανώς δεν είναι ενέργειες απλά εκκλησιαστικής φύσης.

Ούτε είναι μόνο πράξη αντεκδίκησης για την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αναγνωρίσει το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας στην Ουκρανία. Αποδεικνύεται ότι η κίνηση εκείνη του κ. Βαρθολομαίου, εκτός από το γεγονός ότι εδραιώνει το ρήγμα μεταξύ της –κατά σύμβαση χρησιμοποιούνται οι όροι– ελληνικής και σλαβικής Ορθοδοξίας, προσφέρει στο Κρεμλίνο το δώρο που επιθυμούσε. Παρέχοντας στο Πατριαρχείο της Μόσχας το άλλοθι για να αποκοπεί από την επικοινωνία με τις κατά τόπο Ορθόδοξες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που ανήκουν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθιστούν το Πατριαρχείο Μόσχας, μαζί με τις επιρροές του στις υπόλοιπες Εκκλησίες, εργαλείο των πολιτικών σχεδιασμών της Μόσχας.

Η πρωτοβουλία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών να συμπεριλάβει στις δικές του εκδόσεις το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου “Συνύπαρξις” (Coexistence) έχει σπουδαία συμβολική σημασία. Το βιβλίο συμπεριλαμβάνει κείμενα στοχαστικής ανάλυσης από την ορθόδοξη οπτική γωνία για σειρά σύγχρονων ζητημάτων: οικολογία και επιβάρυνση του περιβάλλοντος, φτώχεια και κοινωνική ανισότητα, πολιτισμός και πανανθρώπινες αξίες, δικαιώματα του ανθρώπου και ελευθερίες, ισλαμική τρομοκρατία, διεθνή ασφάλεια κ.α.

Η κυκλοφορία του στην αγγλική γλώσσα και με τις δυνατότητες δικτύωσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών δεν προσθέτει στην αξία των κειμένων και την εγκυρότητα της επιστημονικής και θεολογικής ακεραιότητας του συγγραφέα, του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Είναι, άλλωστε, γνωστός στο επιστημονικό κοινό κι όχι μόνο για την ακρίβεια της ανάλυσης, την ευρύτητα των επιχειρημάτων και κυρίως την μοναδική πάντοτε ενόραση που διαθέτει.

Εκείνο που προσθέτει προφανώς είναι η απήχηση των θέσεών του. Η αμφισβήτηση κάποιων συνιστωσών που αποτελούσαν σταθερές στις κοινωνίες αυτές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επί το πλείστον οι ανωμαλίες που προκαλεί ακόμη και η πανδημία, τις καθιστούν ευάλωτες ως προς το σύστημα αξιών, στο οποίο έχουν στηρίξει την πορεία τους. Ως εκ τούτου το να προσφερθεί το συγκεκριμένο πόνημα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου ως απάντηση, ή έστω ως στήριγμα στη νέα φάση της αναζήτησης του ανθρώπου, είναι κάτι περισσότερο από τιμή.

Η συνάντηση με τον Χάντινγκτον

Προσεγγίζοντας την δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης των διαφόρων θρησκειών, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ακούσια προφανώς συναντά μια άλλη διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση. Πρόκειται για το δοκίμιο “Η σύγκρουση των πολιτισμών” του Σαμουήλ Χάντινγκτον, που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Προφανώς τα δύο βιβλία δεν σχετίζονται άμεσα. Τούτο κυρίως διότι το βιβλίο του Χάντινγκτον, περισσότερο από ανάλυση και στοχασμό, εξωτερικεύει σχεδιασμούς.

Είναι αξιοσημείωτο ότι δυσκολεύεται στην κατάταξη της Ορθοδοξίας σε κάποια απ’ τις συγκρουόμενες ή συγκρουσιακές του “πολιτισμικές” του κατηγορίες, όπως αυθαιρέτως τις προσδιορίζει. Ο Χάντινγκτον εξυπηρετεί στρατηγικούς σχεδιασμούς συγκρούσεων, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος στοχάζεται για τις δυνατότητες ειρηνικής συνύπαρξης. Ο Αμερικανός συγγραφέας επιλέγει αντίπαλο την σλαβική Ορθοδοξία, πλην όμως όχι όλο τον Ορθόδοξο Κόσμο.

Οι εξελίξεις με αφορμή την αναγνώριση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έρχεται να διευκολύνει –ως παρενέργεια κι όχι ως σκοπός– τις αυθαιρεσίες του Χάντινγκτον σε ό,τι αφορά την Ορθοδοξία. H προαναφερθείσα απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας, ανεξαρτήτως της κανονικότητάς της από πλευράς εκκλησιαστικού δικαίου, ιστορικής παράδοσης και προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επιβεβαιώνει τις ανησυχίες που είχε εγκαίρως εκφράσει ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, προειδοποιώντας σχετικά.

Οι επιθέσεις στον Αρχιεπίσκοπο

Έχοντας βαθιά επίγνωση του γεγονότος ότι εκκλησιαστικού περιεχομένου πράξεις και ενέργειες έχουν πάντοτε γεωστρατηγικό αντίκτυπο –χωρίς να το επιδιώκει αυτό καθ’ αυτό η Εκκλησία– ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας είχε τότε παρέμβει κριτικά στην αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας. Και είχε παρέμβει, επειδή είχε συνείδηση της δυναμικής σε βάθος χρόνου του θρησκευτικού φαινομένου, λόγω και της μακράς του παρουσίας στις διορθόδοξες προσπάθειες επικοινωνίας και ενότητας. Είχε συνείδηση των επιδιώξεων του Κρεμλίνου, που συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τις επιθυμίες του Πατριαρχείου Μόσχας να ποδηγετεί την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και είχε διατυπώσει πρόταση διεξόδου από την κρίση.

Αποφεύγοντας την ουσία του προβληματισμού και της ανησυχίας του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, διάφοροι κύκλοι με προφανώς περιορισμένο ορίζοντα ενόρασης των εξελίξεων, του επιτέθηκαν προσωπικά και μάλιστα όχι επί της ουσίας. Και η ουσία είναι ότι το Κρεμλίνο άλλο που δεν θα ήθελε. Ούτε χρήματα φείδεται, ούτε πολιτικής ισχύος, ούτε αριθμητικών μεγεθών. Η πνευματικότητα, το εκκλησιαστικό δίκαιο και η παράδοση, που αποτελούν το προτέρημα και πλεονέκτημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, είναι λεπτομέρειες όταν πρόκειται για πολιτικό σχεδιασμό.

Το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείο στον Ορθόδοξο Κόσμο προέκυπτε, επειδή είχε δεσμευτικά στο τραπέζι της οικουμενικής κίνησης και το Πατριαρχείο της Μόσχας και τα υπόλοιπα υπό τη δική του επιρροή. Έστω και γι’ αυτό, ορθώς ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επιμένει ότι θα πρέπει να γίνουν υπερβάσεις, ώστε να επανέλθει το πλέον ενδεικνυόμενο μέσο που διαθέτει και προβάλει η Ορθοδοξία, η εν συνόδω απόφαση και ενέργεια. Διότι θα είναι μοιραίο η ενότητα του Ορθόδοξου Κόσμου να επαφίεται στο Κρεμλίνο και στην Διεύθυνση Θρησκευτικών Ελευθεριών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αμφότερα, άλλωστε, διαβάζουν Χάντινγκτον.

slpress.gr

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon